«Τα λέμε, μπουμπούκα», της γράφει ο Γιώργος άλλο ένα βράδυ κι η Άννα τον καληνυχτίζει, κλείνει το κινητό της και πέφτει για ύπνο. Ήταν κουραστική η μέρα της. Εκτός του ότι είναι τελευταίο έτος στο πανεπιστήμιο πια, κάνει ταυτόχρονα και την πρακτική της, οπότε ο χρόνος της είναι πολύ περιορισμένος. «Ευτυχώς, έχω έναν άνθρωπο που με νοιάζεται, έχω καλή επικοινωνία μαζί του και μπορώ ουσιαστικά να μιλάω, νιώθω πραγματικά ερωτευμένη», σκέφτεται και κλείνουν τα μάτια της.
Αυτή η σκέψη επαναλαμβάνεται κάθε βράδυ στο μυαλό της πριν κοιμηθεί. Ίσως προσπαθεί έτσι να βρει έναν λόγο να διαψεύσει όλους τους φίλους της που της λένε να προσέχει. Πάει σχεδόν ένας χρόνος που γράφει με το Γιώργο στο facebook. Γνωρίστηκαν τυχαία, όχι από κοντά, αλλά από ένα αίτημα φιλίας, μία κόκκινη ειδοποίηση που ήρθε στο κινητό της και την απόφασή της να τον δεχτεί, γιατί «ποτέ δεν ξέρεις». Μια ώρα μετά την αποδοχή, της στέλνει μήνυμα και κάπως έτσι άρχισαν οι ατέλειωτες συζητήσεις μέρα -νύχτα πίσω από μία οθόνη.
Ο Γιώργος, της συστήθηκε ως δάσκαλος, αναπληρωτής μακριά σε ένα νησί, Αθηναίος κι αυτός. Σοβαρός, με το κατάλληλο χιούμορ την κατάλληλη στιγμή, ήταν σαν να την ήξερε ήδη, σαν να τη διάβαζε πριν καν μιλήσει. Είχε ένα μυστήριο στον λόγο του, κάτι που την τραβούσε κι όσο τρελό και να φάνταζε αυτό, ένιωθε ότι τον είχε ερωτευτεί πριν καν τον γνωρίσει καλύτερα και πιο ουσιαστικά. Ήταν που κατά κάποιο τρόπο ήξερε τα κουμπιά της και την έκανε να αναπτύξει μία σχέση μαζί του, ακόμη κι αν δεν τον είχε δει ποτέ από κοντά. Αν κι ήταν σίγουρη ότι είχε υπέροχα μάτια, φαινόταν άλλωστε στις φωτογραφίες.
Της θύμιζε κατά κάποιο τρόπο στη φωτογραφία μία εφηβική της περιπέτεια, τον Μιχάλη. Ήταν πάντως σίγουρα ο τύπος του άντρα που θα κοιτούσε κι εμφανισιακά. Αν και πλέον δεν την ένοιαζε ιδιαίτερα. Το είχε φιλοσοφήσει το θέμα. «Τι σημασία έχει η επιφάνεια; Η ουσία έχει σημασία. Το μόνο που θέλω είναι να χάνομαι στα μάτια του. Αυτά τα υπέροχα γαλανά μάτια που νιώθω να με διαπερνούν ακόμα και μέσα από μία φωτογραφία». Αν και ζούσαν στα δύο άκρα της Ελλάδας, λοιπόν, δεν την εμπόδισε αυτό στιγμή να κάνει όνειρα και σχέδια για το μέλλον.
Το μόνο της παράπονο ήταν ότι δεν είχαν καταφέρει μέχρι τώρα να μιλήσουν με κάμερα. Της έλεγε ότι δεν ήθελε να χάσουν τη μαγεία της πρώτης φοράς όταν θα βρισκόντουσαν στην πραγματικότητα. Γιατί χάνεται αυτή προσμονή και το συναίσθημα που τους κρατούσε να θέλουν να βρεθούν. Δεν ήθελε να χαθεί πίσω απ’ την αμηχανία του πρώτου ραντεβού πίσω από μία κάμερα. «Και μπορεί στο κάτω-κάτω να μην έχουμε φωτογένεια», αστειευόταν. Η Άννα, ενώ στην αρχή είχε τις επιφυλάξεις της, άρχισε να το συνηθίζει . Δεν είναι ότι της άνηκε φυσιολογικό, απλά το συνήθισε, το δέχτηκε και περιορίστηκε στα μηνύματα, τα ηχητικά και τις φωτογραφίες. Ούτως ή αλλιώς ήταν μόλις 22 χρονών κι άλλη εμπειρία από κάποια διαδικτυακή σχέση δεν είχε. Όποτε δεν ήξερε και πώς να το χειριστεί.
Ήταν κάτι που ζούσε πρώτη φορά. Έτσι με τον τρόπο του ο Γιώργος της έμαθε να ζει σ’ αυτό το παραμύθι. Είχε ακούσει για πολλές τέτοιες γνωριμίες, άλλωστε, που εξελίχθηκαν σε σχέσεις ζωής μέσω μόνο ενός αιτήματος φιλίας. Και πίστευε σ’ αυτόν τον άνθρωπο, της έβγαζε κάτι διαφορετικό από όλους τους υπόλοιπους. Είχε απογοητευτεί, εξάλλου, πολλάκις με τους άντρες μέχρι τώρα, οπότε αυτή η σχέση σε σύγκριση με ό,τι είχε ζήσει της φαινόταν παράδεισος. Ειδικά με τον τρόπο που της μιλούσε, αυτά που της έλεγε, τα τραγούδια που της αφιέρωνε, τα στιχάκια που της έγραφε.
Πόσο αληθινό ήταν, όμως, όλο αυτό; Μια καλημέρα ψηφιακή και μια καληνύχτα στην οθόνη; Πόσες φορές τυχαίνει ο άνθρωπος που νομίζεις ότι γνώριζες να είναι κάποιος άλλος από αυτόν που νόμιζες; Σκέψεις στο πίσω μέρος του μυαλού της Άννας, σκέψεις που δεν ήθελε να φέρει στην επιφάνεια. Είναι, όμως, η πραγματικότητα αυτό που ζει;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη