Γύρισε σπίτι της, στην Αθήνα, πίσω στην οικογένειά της, μετά την εξεταστική. Είχε κόψει επαφές πια μ’ αυτόν τον Γιώργο που από ό,τι φάνηκε μόνο καπνό και φούμαρα της πουλούσε όλο αυτόν τον καιρό, δεν ήταν πραγματικός κι αν ήταν δεν είχε μπέσα. Έκοψε την επαφή τους απότομα, ενώ την είχε αφήσει να περιμένει ότι όντως θα τον δει και θα τον γνωρίσει στην πραγματικότητα. Εκείνη τη μέρα τον περίμενε πολλές ώρες, αλλά άφαντος ο «Γιώργος».
Δεν ήξερε αν ήταν στεναχωρημένη ή θυμωμένη, είχε συναισθήματα που ήταν γενικά ανάμεικτα. Προσπαθούσε σίγουρα να το ξεχάσει, αλλά ακόμα κι αν στην ουσία δεν ήταν κάτι πραγματικό και χειροπιαστό, αυτή εκεί, δεν της περνούσε για κάποιο λόγο. Και ξέρουν όλοι αυτοί που έχουν περάσει αυτό το ανεκπλήρωτο, είναι ένα βάρος που δε λέει να φύγει, να ελαφρύνει λίγο την καρδιά σου.
Ένα ζεστό απόγευμα του Ιούλη, την παίρνει η Ευρυδίκη τηλέφωνο. Ακουγόταν αναστατωμένη. «Άννα, πρέπει να σου πω κάτι, αλλά σε παρακαλώ να το πάρεις ψύχραιμα». Είχαν σταλεί με κάποιον τρόπο σε πάρα πολλά αγόρια απ’ τον κύκλο της δικές της προκλητικές φωτογραφίες. Ο ένας της έστελνε στον άλλο, οπότε διαδόθηκαν αρκετά. Η Άννα είχε πάθει σοκ, η φίλη της προσπάθησε όσο μπορούσε να την ηρεμήσει. Είχε, όμως, χαθεί η γη κάτω απ’ τα πόδια της.
Για αρκετές μέρες δε μιλιόταν. Ανάμεσα στα «γιατί» και τα αναφιλητά της της ερχόταν συνέχεια στο μυαλό η ίδια κι η ίδια σκέψη: «Αυτός ο Γιώργος». Τα ερωτηματικά πολλά, αναρωτιόταν γιατί να θέλει να την εκδικηθεί ένας άνθρωπος που δεν ήξερε καν, ενώ την έπνιγε το παράπονο και το κλάμα είχε γίνει συνήθειά της, όλο αυτό ήταν πάνω απ’ τις δυνάμεις τις, δεν μπορούσε να το χειριστεί. Δεν της ήταν κι εύκολο να σκέφτεται πως κάποιος μοιράστηκε με έναν τόσο χυδαίο τρόπο και φυσικά χωρίς τη θέλησή της κάτι τόσο προσωπικό.
Ήθελε προφανώς να της κάνει κακό, χωρίς να προσπαθεί να κερδίσει κάτι άλλο από αυτό. Ούτε απειλές, ούτε εκβιασμοί, ούτε προειδοποιήσεις. Απλά μία ωραία πρωία που ξύπνησε κι αναρωτιόταν τι θα έκανε σήμερα, αποφάσισε να καταστρέψει την ψυχολογία ενός ανθρώπου που δε γνώριζε καν, προφανώς για να ικανοποιήσει κάποιο άρρωστο κομμάτι του. Ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν με την πρώτη ματιά. Κι αυτό πίστευαν τα δύο κορίτσια ότι έγινε. Στην πραγματικότητα, δεν ήξεραν ούτε αυτές ποιος ήταν, τι ήθελε και τι λόγους είχε για να της κάνει κάτι τέτοιο. Το μόνο σίγουρο, ήταν ότι πίσω από αυτό κρυβόταν ένας άνθρωπος αρρωστημένος.
Ήταν σαν να ζούσε έναν εφιάλτη, από εκεί που νόμιζε ότι ζούσε το παραμύθι. Όλον αυτόν τον χρόνο ένιωθε πως έγραφε με έναν άνθρωπο πραγματικό, που τη νοιαζόταν και προχωρούσε καλά η σχέση τους, ακόμα κι αν ήταν ένας έρωτας του διαδικτύου. Πόσοι άνθρωποι γνωρίζουν τον έρωτα της ζωής τους με ένα «κλικ»! Αλλά τα πράγματα γι’ αυτήν δεν αποδείχτηκαν έτσι. Πήρε το ρίσκο κι έχασε.
Παρασύρθηκε, ένιωσε ότι ερωτεύτηκε κι όλα αυτά αποδείχθηκαν ένα ψέμα. Δε θα μπορούσε να είναι χειρότερο το σενάριο που πραγματοποιήθηκε. Πίσω απ’ το πληκτρολόγιο ήταν κάποιος άλλος άνθρωπος, όχι αυτός που νόμιζε κι ήθελε, μάλιστα, να της κάνει κακό. Κι εκείνη, όσο κι αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να καταλάβει τους λόγους που θα μπορούσε να κάποιος να θέλει τόσο πολύ να τη βλάψει.
Ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός ο άγνωστος που νόμιζε ότι είχε το δικαίωμα να δημοσιοποιήσει τα προσωπικά της δεδομένα, έτσι απλά και χωρίς καμιά συνέπεια; Μετά το σοκ των πρώτων ημερών η Άννα αποφάσισε κάτι σημαντικό. Να ανακαλύψει αυτόν που την εξέθεσε με έναν τόσο άσχημο τρόπο.
«Δε γίνεται κάτι τέτοιο να περάσει έτσι, δε θα τη γλυτώσει έτσι απλά». Ήταν ένα έγκλημα, ηλεκτρονικό μεν, που έπρεπε όμως να τιμωρηθεί, για να αποτρέψει κι αντίστοιχες μελλοντικές περιπτώσεις. Δε θα έκανε πίσω, θα ανακάλυπτε όλη την αλήθεια.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη