Καθώς η μέρα ξημέρωνε, βρήκε τον Άρη άυπνο και ζαλισμένο ακόμα απ’ το ποτό, να κάνει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Στο κρεβάτι του κοιμόταν ακόμα η κοπέλα που του κράτησε συντροφιά το προηγούμενο βράδυ. Κάθε φορά τα ίδια. Κάθε φορά και μια άλλη.
Όσες και να περνούσαν απ’ το κρεβάτι του, καμιά δεν κατάφερε να μείνει μέχρι και το επόμενο πρωί. Δε διατηρούσε σχέση με καμία από αυτές τις κοπέλες και δεν ήθελε τίποτε άλλο πέρα απ’ την καλοπέραση και τη σαρκική ηδονή που του προσέφεραν. Ποτέ του δε φέρθηκε άσχημα σε κάποια, απλώς δεν αισθάνθηκε γι’ αυτές την παραμικρή τρυφερότητα. Δεν ήταν του χαρακτήρα του, άλλωστε, να πουλάει έρωτες σε άλλες, όταν ο δικός του έρωτας ανήκε σε άλλα χέρια.
Κοίταξε για δέκατη φορά το μήνυμα που του έστειλε η Μαριλίνα πριν κάμποσες ώρες, χωρίς ακόμα να απαντήσει. Του έλεγε για το βράδυ των γενεθλίων της. Τον ήθελε εκεί, όπως και την υπόλοιπη παρέα. Και προφανώς δε θα έλειπε από εκεί κι ο «καλός» της. Το πόσο εκνευριζόταν όταν τον έβλεπε μαζί της, κανείς δεν μπορούσε να το φανταστεί. Μα δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Επίσης, δεν μπορούσε να της χαλάσει το χατίρι και να λείπει, ούτε ήθελε να δίνει δικαιώματα, άλλωστε. Θα πήγαινε, θα έπαιζε το θέατρο που έπαιζε πάντα κι όλα μια χαρά. Όπως κάθε φορά.
Απ’ την άλλη μεριά, η Μαριλίνα δεν έδειχνε να έχει καταλάβει και πολλά για τα συναισθήματα του Άρη προς αυτήν. Μάλιστα, έθαψε και τα δικά της προς αυτόν απ’ τη στιγμή που γνώρισε τον Γιώργο. Πίστευε πως είχε βρει αυτό που ήθελε στο πρόσωπό του και πως ο Άρης ήταν απλώς ένας παιδικός, απωθημένος, έρωτας.
Κανένας απ’ τους δύο δεν παραδέχτηκε ποτέ κάτι. Ήταν ανούσιο και για τους δύο. Αυτή ήταν με κάποιον άλλο, κι αυτός δε θα μπορούσε ποτέ να μπει ανάμεσά τους. Άλλωστε, έδειχνε τόσο βολική αυτή η κατάσταση που θα έλεγε κανείς πως την είχαν συνηθίσει. Μα οι καταπιεσμένοι έρωτες πάντα βρίσκουν την άκρη τους ν’ απελευθερωθούν.
Το βράδυ που μαζεύτηκαν όλοι τους στο γνωστό στέκι για να γιορτάσουν τα γενέθλια της Μαριλίνας, ήταν ίσως απ’ τα ομορφότερα βράδια που πέρασαν ποτέ ως παρέα. Ο Γιώργος δεν μπόρεσε να μείνει για πολύ μαζί τους εκείνο το βράδυ κι έτσι έμειναν ξανά οι πέντε τους. Όπως παλιά. Θυμήθηκαν περασμένες συζητήσεις και σκηνικά, γέλασαν με την καρδιά τους και προς το τέλος της βραδιάς, όπως συνήθιζαν, έβγαζε ο καθένας την υπόλοιπη παρέα μια φωτογραφία.
Τελευταίος στη σειρά ήταν ο Άρης. Αφού του έδωσαν την κάμερα και στάθηκε απέναντί τους, άρχισε να τραβάει φωτογραφίες. Ξαφνικά, ακούστηκαν απ’ έξω βροντές και στιγμές αργότερα ο δυνατός ήχος της βροχής. Έμεινε για λίγο να κοιτάζει έξω απ’ τη τζαμαρία τις σταγόνες να πέφτουν με δύναμη στο έδαφος, χωρίς να μπορεί να στρέψει αλλού το βλέμμα του. Μέχρι που άκουσε τη φωνή της να φωνάζει τ’ όνομά του. Τους κοίταξε για λίγο σαν χαμένος και χαμογέλασε αμήχανα για την αφηρημάδα που τον έπιασε ξαφνικά.
Η μόνη που είδε αυτό το αμήχανο και ταυτόχρονα χαριτωμένο γελάκι ήταν η Μαριλίνα. Χαμογέλασε κι εκείνη και τη στιγμή αιχμαλώτισε η κάμερα που κρατούσε στα χέρια του ακόμα ο Άρης. Συναντήθηκαν τα βλέμματά τους και για λίγο ένιωσαν πως πάγωσε ο χρόνος. Οι υπόλοιποι έκαναν τα στραβά μάτια ενώ οι δυο τους δεν μπόρεσαν να στρέψουν αλλού τα βλέμματά τους. Μέχρι που τελικά τον πάγο έσπασε ο Πέτρος, ο καλύτερος φίλος και των δυο. Υπενθύμισε στον Άρη να τελειώνει με τη φωτογράφιση, έπρεπε κάποτε να φύγουν, αφού σε λίγο το μαγαζί θα έκλεινε.
Εκείνο το βλέμμα για τον Άρη σήμαινε πολλά και δε θα άφηνε την ευκαιρία να φύγει ξανά μέσα απ’ τα χέρια του. Έβλεπε από πριν πως κάτι δεν πήγαινε καλά μεταξύ τους. Το ότι έφυγε ο Γιώργος ήταν σαν να του άφηνε ελεύθερο το πεδίο. Έτσι, τουλάχιστον, ήθελε να πιστεύει. Δεν ήταν στον χαρακτήρα του να εκμεταλλεύεται καταστάσεις όπως αυτήν. Μα κάτι τον ωθούσε να το κάνει.
Πρότεινε στη Μαριλίνα να τη συνοδεύσει μέχρι το σπίτι της, μιας κι έμεναν κοντά, μόλις η βροχή σταματούσε. Δεν ήταν σίγουρος για το τι ήθελε να κάνει, μα ήθελε μόνο να περάσει αυτόν τον έστω λίγο χρόνο μαζί της. Η Μαριλίνα δεν είχε λόγο να αρνηθεί. Έτσι, μόλις η βροχή κόπασε ξεκίνησαν τον περίπατο.
Μιλούσαν και σχολίαζαν ό,τι προηγήθηκε στην καφετέρια, καθώς περπατούσαν πιασμένοι αγκαζέ. Αργότερα, σε μια στιγμή απόλυτης σιγής, ο Άρης βρήκε την ευκαιρία να πιάσει το χέρι της, μπλέκοντας τα δάχτυλά του με τα δικά της. Δεν τον εμπόδισε, όμως η σιωπή της τον έκανε να πιστεύει πως ίσως ήταν λάθος του. Φοβήθηκε προς στιγμή μα δεν μπόρεσε να την αφήσει. Τον έπιασε ρίγος και τα χέρια του άρχισαν να παγώνουν και να τρέμουν ελαφρώς. Η Μαριλίνα το κατάλαβε κατευθείαν.
«Κρυώνεις;» τον ρώτησε ήρεμα.
«Ε; Όχι. Βασικά λίγο» είπε κάπως αμήχανα.
«Χμ… Περίμενε!»
Σταμάτησε, άφησε το χέρι του κι άνοιξε το φερμουάρ απ’ την τσέπη του μπουφάν της. Έτεινε το χέρι της να το κρατήσει και μόλις ο Άρης το έκανε, μπλέκοντας ξανά τα δάχτυλά του με τα δικά της τα έβαλε μέσα στην τσέπη της.
«Καλύτερα τώρα;» τον ρώτησε τρυφερά.
«Πολύ» απάντησε ήρεμα ενώ χάιδεψε απαλά το χέρι της. Όταν δε είδε το μικρό χαμογελάκι που άφησε να της ξεφύγει, δε σταμάτησε στιγμή.
Όταν επιτέλους έφτασαν έξω απ’ το σπίτι της, ευχόταν αυτή η νύχτα να μην τέλειωνε ποτέ. Μα δεν μπορούσε να κάνει και τίποτα. Η Μαριλίνα ανέβηκε το σκαλάκι της εξώπορτας, γύρισε προς το μέρος του, τον ευχαρίστησε για τη βόλτα και τη συνοδεία κι έκανε να προχωρήσει αφήνοντας το χέρι του. Μα ο Άρης κοκάλωσε, δεν την άφησε.
Τον κοίταξε με απορία, περιμένοντας να της πει κάτι. Αυτός δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Απλώς την κοίταζε. Έμειναν για λίγο έτσι, μέχρι που της χαμογέλασε γλυκά και την τράβηξε ελαφρά προς το μέρος του, περνώντας τα χέρια του γύρω απ’ τη μέση της, χωρίς να σταματήσει να την κοιτάζει. Ήταν η σειρά της Μαριλίνας να κοκαλώσει. Ένιωσε το χέρι του να ανεβαίνει και να χαϊδεύει το πρόσωπό της καθώς το δικό του έγειρε ελαφρώς στο πλάι. Η καρδιά και των δύο κόντευε να σπάσει…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη