Το βλέμμα του είχε σκαλώσει στα χείλη της. Είχε χαθεί ανάμεσά τους, δίχως να μπορεί να συγκεντρωθεί στην κουβέντα τους. Φευγαλέα πέρασε απ’ το μυαλό του πως αν τον έπιανε να τα κοιτάζει με τόση επιμονή, θα την έφερνε σε πολύ αμήχανη θέση -κι αυτό είναι κάτι που δεν ήθελε, σε καμία περίπτωση, να συμβεί.
Ουσιαστικά ήταν το δεύτερό τους ραντεβού, αλλά δεν το είχε ορίσει κανένας απ’ τους δύο με αυτό τον τρόπο. Το είχαν αφήσει ελεύθερο, χωρίς ταμπέλες. Της είχε προτείνει να δειπνήσουν σε ένα εστιατόριο με ιταλική κουζίνα, αλλά εκείνη απέρριψε την πρότασή σου. Είχε προτιμήσει να μην ακολουθήσει τα τυπικά βήματα των ραντεβού, αντ’ αυτού του πρότεινε να πάρουν καφέ στο χέρι και να κάνουν βόλτα στα σοκάκια της πόλης.
Κι έτσι έγινε, φυσικά, χωρίς δεύτερη σκέψη απ’ την πλευρά του. Βρέθηκαν στην πλατεία απέναντι απ’ την εκκλησία που είχαν ορίσει ως σημείο συνάντησης, πήραν παγωμένο εσπρέσο στο χέρι κι αφού έκαναν μια μικρή βόλτα ανάμεσα στα στενάκια και τις βιτρίνες, επέστρεψαν στην πλατεία κι αναζήτησαν το πιο απόμακρο απ’ τον κόσμο παγκάκι.
Τελικά, δεν ήταν τόσο μόνοι τους, όσο ιδανικά θα ήθελαν. Το παγκάκι στο οποίο είχαν καθίσει προσέλκυσε λίγο αργότερα μια ντουζίνα πιτσιρίκια με μια μπάλα ποδοσφαίρου. Αφού δεν κατάφεραν να ζήσουν μια κάπως ιδιωτική στιγμή εκεί, έφυγαν αναζητώντας αλλού ένα ησυχαστήριο για τη γνωριμία τους, καταλήγοντας σε ένα παγωτατζίδικο λίγο πιο κάτω, σε ένα στενό αριστερά απ’ τον κεντρικό δρόμο με τα εμπορικά μαγαζιά.
Τέλειο μέρος για να κλείσει ένα δεύτερο ραντεβού. Χάρηκε που πήρε την πρωτοβουλία να της το προτείνει, δίνοντάς του αυτοπεποίθηση το χαμόγελό της κι απολαμβάνοντας το γεγονός πως έδειχνε να της αρέσει η επιλογή του. Ποτέ κανείς δεν είπε «όχι» σε χειροποίητο παγωτό. Και θα ήταν όλα ακόμα πιο τέλεια, αν δεν είχε αυτήν την εμμονή με τα χείλη της, που πιθανότατα θα τον έβαζαν σε μπελάδες.
Οι σκέψεις του διαλύθηκαν σε κλάσματα δευτερολέπτου. Ο ήχος της εξάτμισης απ’ το μηχανάκι που μόλις πέρασε δίπλα απ’ το παγωτατζίδικο, που είχαν πια αράξει, κάλυψε κάθε λέξη της, βάζοντας βίαια μία άνω τελεία στη συζήτησή τους. Στα ακίνητα πλέον χείλη της σχηματίστηκε μια έντονη δυσφορία. Νόμιζε πως τον είχε καταλάβει κι έντρομος την κοίταξε στα μάτια, με το σώμα του να μυρμηγκιάζει από ντροπή και μια μικρή ενοχή. Αγκομαχούσαν οι σκέψεις μέσα στο κεφάλι του προσπαθώντας να βρει μία καλή δικαιολογία να της πει, πριν σκεφτεί πως έχει μπροστά της ακόμα ένα μαλάκα.
Ο διαπεραστικός αντίλαλος της εξάτμισης στο στενό που βρισκόταν το μαγαζί είχε αρχίσει να ξεθωριάζει δίνοντας και πάλι στις λέξεις τη δύναμη να ακουστούν. Ενοχλημένη απ’ τον θόρυβο που την διέκοψε, αρκέστηκε σε ένα σχόλιο, μέχρι να ξαναβάλει σε μια σειρά τις σκέψεις της και να επιστρέψει το βλέμμα της και πάλι σε εκείνον για να συνεχίσουν την κουβέντα, χαρίζοντάς του ένα πονηρό μειδίαμα την ώρα που έτρωγε μια κουταλιά απ’ το παγωτό που είχε αρχίσει να λιώνει στο μπολάκι της.
Τον ανακούφισε που η αντίδρασή της δεν προοριζόταν γι’ αυτόν, τόσο που ξέχασε το άγχος και τον πανικό της στιγμής. Της ανταπέδωσε το χαμόγελο λέγοντάς της πως δίκαια ενοχλήθηκε. Του φάνηκε γλυκιά αυτή η αυθόρμητη εναλλαγή των συναισθημάτων της και συνέχισε να της χαμογελά, κοιτώντας την –ήρεμη πλέον– που απολάμβανε το παγωτό με έναν τρόπο παιδικό.
Θα μπορούσες να πεις πως τα μάτια της δεν είχαν κάτι το ιδιαίτερο, ούτε γαλάζια ούτε πράσινα. Καστανά ανοιχτά που ξάνθαιναν σαν μέλι όταν έπεφτε το φως επάνω τους. Οι μορφασμοί του προσώπου της μπορούσαν ίσως να εξηγήσουν τη μοναδική τους γοητεία. Μα τα χείλη της σίγουρα έκλεβαν την παράσταση.
Ξαναβρήκε τον ειρμό της και συνέχισε απ’ το σημείο που τους είχαν διακόψει. Στην αρχή, την παρακολουθούσε συγκεντρωμένος όσο του εξιστορούσε τις περιπέτειές της απ’ το ταξίδι που είχε κάνει στη Γαλλία με τις ανταλλαγές φοιτητών, τρία χρόνια πριν.
Σιγά-σιγά, όμως, το βλέμμα του άρχισε να βαραίνει, νιώθοντας αδυναμία να κρατήσει επαφή με τα μάτια της, ολισθαίνοντας προς τα χείλη της. Αχ αυτά τα χείλη της!
«Έχω κάτι; Γιατί κοιτάζεις τα χείλη μου με τέτοια επιμονή;».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη