Ήταν απλά ένα ακόμα όμορφο Σαββατόβραδο, μέσα στην καρδιά της πόλης. Φλεβάρης μήνας και είχε βάλει κρύο τσουχτερό, ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και είχε μόλις αρχίσει να ψιχαλίζει . Η Αγάπη που είχε τελειώσει τη δουλειά από νωρίς βρισκόταν ήδη στο σπίτι του αγαπημένου της, του Χρόνη και τον περίμενε να επιστρέψει. Με το που άκουσε τα κλειδιά τα μάτια της έλαμψαν από χαρά.
«Γύρισες! Έλα να σε αγκαλιάσω» φώναξε τρέχοντας καταπάνω του.
«Κάτσε βρε μικρή μια στιγμή να αλλάξω. Δώσε μου ένα λεπτό.»
Τον αρπάζει και τον φιλάει.
«Κανένα. Περίμενα ήδη αρκετά. Σαν αιώνας μου φαίνεται όταν βρίσκομαι μακριά σου.»
«Ναι, ε; Τότε πρέπει να σου δώσω ακόμα 99 φιλιά ένα για κάθε έτος, αλλά θα χρειαστεί να περιμένεις λιγάκι ακόμα.», συμπληρώνει καθώς πηγαίνει να κάνει μπάνιο.
Φωνάζει απ’έξω η ανυπόμονη.
«Τι θα κάνουμε απόψε; Μας έχει καλέσει η Ελπίδα σπίτι της. Τι λες;»
«Πάμε ναι. Κατά τις 9 είναι καλά;»
«Σίγουρα; Δεν είσαι κουρασμένος;»
«Όχι, πάμε. Έχω ώρα μέχρι τότε.»
«Λίγη ώρα» μουρμουρίζει από μέσα της και πάει και βουλιάζει στον καναπέ, τυλιγμένη με την κόκκινη κουβέρτα που της είχε πάρει δώρο.
Εκείνος, βγαίνοντας από το μπάνιο, όμορφος,καθαρός, καθάριος κάθισε κοντά της και παραξενεμένος που τη βρήκε να κάθεται έτσι κουλουριασμένη κατάλαβε ότι ήταν κακόκεφη και αμέσως τη ρώτησε:
«Τι έχεις Αγάπη μου; Είσαι κάπως μουντή, δεν έχει ήλιο και συννέφιασες κι εσύ;»
«Τίποτα απλά μου λείπεις.»
«Αφού τώρα είμαι εδώ, μαζί σου.»
«Ναι. Αλλά συνήθως λείπεις. Ποτέ δεν έχουμε αρκετό χρόνο μαζί, μόνο οι δύο μας.»
«Οπότε τι θέλεις; Να μην πάμε στην αδερφή σου; Και γιατί δε μου το λες ξεκάθαρα βρε κουτό;»
«Γιατί ξέρω ότι όταν πάμε στην Ελπίδα περνάμε πάντα καλά. Μα πιο πολύ γιατί φοβάμαι μη με βαρεθείς. Αυτή την οικειότητα, την εγγύτητα, νιώθω πως δεν τη θέλεις.»
«Αγάπη μου, εγώ να βαρεθώ εσένα; Δεν έχω πιο ιδανική βραδιά από το να είμαι μόνος μαζί σου.»
«Μόνος σου μαζί μου ή μονός σου σκέτο;»
«Μαζί σου.»
«Σ’ αγαπάω.» είπε και το πρόσωπό της φωτίστηκε ξανά.
«Σου χρωστάω 99 φιλιά. Χώρια εκείνα που θέλω εγώ να σου δώσω. Αλλάζω κι έρχομαι.»
Μέχρι εκείνος να φύγει η Αγάπη σκεφτόταν γιατί πάντα αποφεύγει το πιο απλό και κάνει τα πράγματα περίπλοκα, γιατί δε μπορούσε να είναι απλή, όπως τις προηγούμενες φορές. Τι ήταν εκείνο το ιδιαίτερο που είχε ο Χρόνης και το ένστικτό της τής υπενθύμιζε να μην τα δώσει όλα. Τις σκέψεις της αυτές τις επικίνδυνες τις διέκοψε εκείνος όταν έκατσε δίπλα της.
«Παίζουμε;» τον ρώτησε αυθόρμητα κοιτώντας τον στα μάτια.
«Τι;»
«Ένα παιχνίδι.»
«Ποιο;»
«Εγώ θα περιγράφω κι εσύ θα μαντεύεις»
«Τι αφορά;»
«Ξεκινήσαμε ήδη! Γαλάζια κρυστάλλινα καθάρια κινούμενα νερά, σχεδόν κύματα, σκάνε απαλά στην ακροθαλασσιά δημιουργώντας έναν ήχο ευχάριστο και χαλαρωτικό σαν μουσική από πιάνο, ο ήλιος ολοστρόγγυλος και κατακόκκινος καίει το αλμυρό ηλιοκαμένο δέρμα, γέλια τριγύρω.»
«Συνέχισε…»
«Ζευγάρια πιασμένα χέρι χέρι περπατούν και πώς γελάνε. Άκου! Ανάμεικτες παρέες και χαρούμενες φωνές και πειράγματα. Τι ευτυχία. Τους βλέπεις; Και τώρα μάντεψε. Πού βρίσκονται;»
«Σε κάποιο νησί»
«Σωστά! Τι εποχή;»
«Καλοκαίρι φυσικά.»
«Το βρήκες.»
«Τι κερδίζω;»
«Μια απόδραση εκεί μαζί μου.»
«Πότε θες;»
«Σύντομα να είναι.»
«Μέσα στο χειμώνα;»
«Ακόμα καλύτερα.»
«Γιατί αγάπη μου; Αφού εσύ ζεις κι αναπνέεις για το καλοκαίρι, τον ήλιο και τη θάλασσα. Τώρα τι από αυτά θα απολαύσεις;»
«Πιο πολύ απ’ όλα λατρεύω οτιδήποτε είναι ανόθευτο και άγριο, σαν εσένα, ακόμα να με μάθεις;»
«Σαντορίνη είναι το νησί, μάλιστα.»
Του έγνεψε όλο νάζι, και πλησίασε ακόμα πιο κοντά του, τόσο κοντά που χώριζαν μόλις ελάχιστα εκατοστά τα χείλη τους.
«Ξέρεις, λένε ότι όσοι ερωτευμένοι πάνε εκεί ή παντρεύονται ή χωρίζουν»του ψιθύριζε ενώ τα χείλη της ακουμπούσαν τα δικά του.
Η απάντηση δεν άργησε να έρθει. Ήταν όμως σιωπηρή, όπως κάθε φορά που τα πράγματα χρειάζονταν κάτι πιο δυναμικό από λέξεις.
Κι έτσι τη φίλησε. Εκείνη ενώ συνήθως θύμωνε μαζί του γι’ αυτήν την αφωνία, τώρα ήταν ήρεμη. Ήταν μαγεμένη από το φιλί του. Τον είχε ακούσει όντως, μόνο που δεν τον είχε καταλάβει.
Το βράδυ τους βρήκε μαζί, ήρεμους, ασφαλείς, δοσμένους στην αγκαλιά ο ένας του άλλου. Εκείνος μόλις είχε ανοίξει τα μάτια του και την κοίταζε. Για την ακρίβεια τη χάζευε, πόσο του άρεσε να την περιεργάζεται έτσι απερίσπαστα, χωρίς να τον διακόπτει κανείς, χωρίς να το ξέρει καν εκείνη. Προσπαθούσε να αποτυπώσει στη μνήμη του κάθε λεπτομέρεια μικρή, ασήμαντη πιθανόν για κάποιον άλλον, που υπήρχε στο κορμί, στο πρόσωπό της. Και τα κατάφερνε τις περισσότερες φορές.Όχι όμως εκείνο το βράδυ καθώς οι σκέψεις του τον ενοχλούσαν.
«Διάολε είναι τόσο όμορφη. Τόσο αγγελικά ήρεμη. Τόσο δική μου. Αποκλείεται να είναι αυτό αληθινό. Αυτό είναι κάποιο παιχνίδι της μοίρας που παίζει μαζί μου η ζωή. Γιατί άραγε την έφερε στο δρόμο μου; Χρειάζεται να μην είμαι αφελής, όχι για μένα όχι, για να μην την πληγώσω» μονολογούσε.
Ο Χρόνης πάντα ζούσε στο εδώ και τώρα. Αγαπούσε τώρα, το έδειχνε τώρα, χωρίς προσδοκίες ή υποσχέσεις. Μαζί της όμως ήταν όλα διαφορετικά. Εκείνη την ήθελε και χθες και σήμερα και αύριο. Μα πώς αυτό να το παραδεχθεί στον εαυτό του και πιο πολύ δε σ’ εκείνη; Φοβόταν. Δεν ήθελε ακόμα μια απογοήτευση. Όχι από εκείνη. Όχι από αυτούς τους δύο. Κι έτσι σιωπούσε. Δε γνώριζε βέβαια ότι αυτές οι σκέψεις ήταν και δικές της. Κανείς δεν ήξερε αν αυτή τη φορά θα τα κατάφερναν να κάνουν την αγάπη τους ανίκητη στον χρόνο. Τις σκέψεις του διέκοψε η σιγανή φωνή της.
«Μωρό μου καλήμερα.»
Μα πώς τα καταφέρνει και την κατάλληλη στιγμή εμφανίζεται και με προσγειώνει, αναρωτιόταν και δεν απάντησε αμέσως.
«Μωρό μου ακούς;»
«Ναι, ναι. Φυσικά ακούω. Καλημέρα, πείνας;»
«Λίγο, θέλεις να ετοιμάσουμε πρωινό παρέα;»
«Όχι, εσύ να μείνεις εδώ. Θα τα κάνω όλα εγώ.»
«Εντάξει λοιπόν» δέχθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Απολάμβανε τόσο πολύ τις στιγμές που τη φρόντιζε. Όμως ποτέ δεν της ήταν αρκετές. Δεν υπήρχε χρόνος. Ειδικά τα βράδια τους ήταν ελάχιστα. Εκείνος δούλευε κι εκείνη στεναχωριόταν που κάθε βράδυ έπρεπε να του πει από μακριά καληνύχτα. Ψέματα δηλαδή του έλεγε. Γιατί καμιά νύχτα της μακριά του δεν ήταν καλή. Όλες ίδιες, γκρι, μοναχικές και παγωμένες. Σήμερα όμως είχε ξημερώσει η πιο άγια μέρα των ερωτευμένων όταν είναι μαζί και η πιο άγρια όταν τους βρίσκει χώρια. Σήμερα ήταν Κυριακή.
Και ήταν όλη δική τους. Πέρασε όμως γρήγορα, τόσο γρήγορα όπως περνάει η μέρα δύο ερωτευμένων όταν επιτέλους ενώνονται.
To be Continued…
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου