Ο Χρόνης ήταν πολύ πληγωμένος απ’ όσα άκουσε, η Αγάπη όμως δεν είχε καταλάβει προς το παρόν το πόσο. Όλο το βράδυ σκέψεις βασανιστικές κατέκλυαν το μυαλό του. Ποιος να είναι άραγε ο Άγγελος; Τι συνέβη και κλαίει η Αγάπη; Γιατί του μίλησε έτσι; Αλλά ο Χρόνης ήταν απόλυτος κι αμείλικτος, όταν ένιωθε πληγωμένος. Έπρεπε γρήγορα να βρει έναν τρόπο να επουλώσει το τραύμα του, πριν γίνει βαθύ, πριν γίνει πληγή. Έτσι σύντομα θα την έβγαζε από τη ζωή του. Το είχε πάρει απόφαση. Μια απόφαση που για να παρθεί χρειάστηκε μόλις μία νύχτα.
Το επόμενο λοιπόν πρωί η Αγάπη ξύπνησε από ένα μήνυμα στο κινητό της.
«Μη φύγεις, έρχομαι σε λίγο. Θέλω να μιλήσουμε.»
Ήταν από τον Χρόνη.
«Περίεργο αυτό, δε μου είπε καν καλημέρα» μονολόγησε ενώ ήδη έπινε τον κρεμώδη αχνιστό καφέ της.
«Οκ» του απάντησε κι άφησε μακριά το κινητό της, τηρώντας την υπόσχεση που είχε δώσει πριν τρία χρόνια στον εαυτό της -τη μέρα που χάθηκε για πάντα ο Άγγελος- και δεν ήταν άλλη από το να μην ανησυχεί. Τουλάχιστον όχι χωρίς να ξέρει αν υπάρχει λόγος. Ετοιμάστηκε λοιπόν σιγά-σιγά, ντύθηκε, έφτιαξε τα μαλλιά της και τον περίμενε με μια καλά κρυμμένη αγωνία.
«Καλώς τον μου» είπε και τον πλησίασε.
Εκείνος απομακρύνθηκε και της είπε αυστηρά ότι θέλει να μιλήσουν σοβαρά και να αφήσει τις αγκαλιές και τις γλυκές.
Η Αγάπη κατάλαβε αμέσως το τι θα επακολουθούσε κι έτσι άναψε ένα τσιγάρο, έκατσε στον καναπέ και με πλήρη προσήλωση τον παρακολουθούσε. Όχι μόνο τα λόγια του, μα το βλέμμα του, τις κινήσεις του κορμιού του, ακόμα και τη χροιά από τη φωνή του. Τα αποτύπωσε όλα στο μυαλό της.
Ο Χρόνης της είπε εν ολίγοις ότι θέλει να πάρουν λίγη απόσταση. Οι λόγοι ήταν πολλοί, ότι είχε πίεση στη δουλειά, ότι δεν είχε αρκετό προσωπικό χρόνο για τον εαυτό του και ότι δεν είναι διατεθειμένος να γίνει το δεκανίκι κανενός.
«Δεκανίκι εσύ; -απόρησε εκείνη- γιατί το λες αυτό; Είμαι εγώ εξαρτημένη ή πιεστική; Σου έχω βάλει ποτέ όρια ή έχω ανακατευτεί σε κάτι στη ζωή σου;»
«Δε θέλω να το συζητήσω» της απάντησε παίρνοντας την εκδίκησή του για τη χθεσινή της ίδια απάντηση.
«Να κάτσεις να σκεφτείς. Ούτε εσύ είσαι σε φάση για σχέση, μην κρύβεσαι από εμένα. Εγώ σε διαβάζω.», συμπλήρωσε.
«Εξήγησέ μου.»
«Είμαι κουρασμένος.»
«Δηλαδή μου λες να φύγω από τη ζωή σου και δε μου δίνεις ούτε μια εξήγηση; Είναι για το χθεσινό όλο αυτό; Ή απλώς βαρέθηκες; Μίλησέ μου, πες μου. Θέλω να ξέρω την αλήθεια. »
«Είναι για όλα. Γιατί νιώθω ότι δεν μπορείς να μου προσφέρεις όσα θέλω. Δεν έχουμε κοινή πορεία. Έχω μάθει να είμαι ελεύθερος κι εσύ με δεσμεύεις. Κι αν όχι εμένα, το μυαλό μου. Σκέφτομαι τι έχεις, αν στεναχωριέσαι, ακόμα κι αν έφαγες ή αν είσαι κρυωμένη. Κι εσύ είσαι στον κόσμο σου. Με αγνοείς. Δε σκέφτεσαι ποτέ τίποτα. Είσαι εντελώς ανώριμη Αγάπη. Νομίζεις ότι όλα μπορούν να ξεπεραστούν έτσι απλά. Δεν προσπαθείς για τίποτα, δεν μπαίνεις ποτέ στη θέση του άλλου κι έχεις μόνιμα στο στόμα τη δικαιολογία ότι εσύ μ’ αγαπάς. Όχι λοιπόν, ούτε μ’ αγαπάς ούτε με θες. Τον εαυτό σου αγαπάς κι εκείνο το κολιέ και ό, τι συμβολίζει.»
«Να σου εξηγήσω. Μου επιτρέπεις;»
«Να μου εξηγήσεις τι Αγάπη; Όποιος κι αν σου το έχει χαρίσει, δεν έχει σημασία. Ξέρεις τι έχει σημασία για μένα; Πως κουβαλάς κατάλοιπα. Εγώ ήρθα σ’ εσένα άδειος κι έτοιμος να με γεμίσεις εσύ με ό, τι έχεις να μου δώσεις. Ενώ εσύ ήρθες γεμάτη με περασμένα τα οποία ούτε με αφορούν ούτε σκοπεύω να φορτωθώ. Δεν έχω χρόνο για τέτοια. Και τώρα άφησέ με σε παρακαλώ. Θέλω να ξεκουραστώ.»
Είπε και της γύρισε την πλάτη.
«Να φορτωθείς; Δεν το είχες πει ποτέ ότι σου είμαι βάρος. Σ’ ευχαριστώ πολύ για την ειλικρίνειά σου. Θα απαλλαγείς από το βάρος της παρουσίας μου λίαν συντόμως.»
«Πάντα ακούς μόνο ό, τι σε συμφέρει, πάντα όμως.»
Ακολούθησε σιωπή. Κι ο ήχος από τα τακούνια της καθώς περπατούσε για τελευταία φορά μέσα στο σπίτι. Ο Χρόνης δεν άντεχε να τη βλέπει, πήγε στην κρεβατοκάμαρά του κι ύψωσε την ένταση του ήχου της τηλεόρασης, πολύ δυνατά. Αρκεί να μην την ακούει να φεύγει.
Έφυγε λοιπόν εκείνη γεμάτη ενοχές από όσα είχε ακούσει κι εκείνος αποκοιμήθηκε εξουθενωμένος από την κούραση και τις έγνοιες του.
Όταν ξύπνησε παρατήρησε πως ήταν όλα ίδια στον χώρο, το μόνο που έλειπε ήταν η κόκκινη κουβέρτα που της είχε πάρει δώρο και η Αγάπη, η αγάπη του. Και κάπως έτσι, ξαφνικά, είχε επιστρέψει στη γνώριμη γκρίζα καθημερινότητά του και ήταν σίγουρος ότι σύντομα θα νιώσει ξανά πλήρης, χωρίς εκείνη. Το πίστευε ακράδαντα, άλλωστε ήξερε τον τρόπο. Θα βγει, θα γνωρίσει κάποια καινούργια γυναίκα και θα καλύψει το κενό του, γρήγορα.
Αυτή τη φορά βέβαια τη νέα του παρέα θα την κρατήσει σε απόσταση. Δεν είναι αυτός γι’ αγάπες και εγγύτητα, αυτά τον κάνουν ευάλωτο, ανθρώπινο, μ’ αυτά πονάει και δεν υπήρχε καμία περίπτωση αυτό να επαναληφθεί. Το ορκίστηκε στον εαυτό του, όταν αντίκρισε στον καθρέφτη το κόκκινο ξεθωριασμένο πια σημάδι από τα χείλη της. Αυτό ήταν το βράδυ της Πρωτοχρονιάς θυμήθηκε. Λίγο πέρασε και σβήνει. Ο χρόνος θα τη σβήσει κι αυτή, όπως έσβησε κι αυτό. Υπομονή, είπε στον εαυτό του.
Ο Χρόνης είχε πάντα εμπιστοσύνη στον χρόνο, εκείνος πάντα ήταν με το μέρος του, ένας σύμμαχος που τον προστάτευε από κάθε τι που τον πονούσε. Ήταν η δική του λύτρωση συνήθως, μα τώρα δεν είχε υπολογίσει όλες τις παραμέτρους. Αυτή τη φορά την ιστορία την έγραφε η μοίρα. Αυτή λοιπόν τη φορά δε θα έπαιρνε αυτό που ζητούσε, θα έπαιρνε αυτό που χρειαζόταν. Πιόνι ήταν κι αυτός, σε μια μοίρα που δεν είχε αποφασίσει ακόμα αν θα ξημερώσει πάλι μια μέρα που να τον ενώνει, αντί να τον χωρίζει περισσότερο, με την Αγάπη.
Και πέρασε ένας μήνας. Και πέρασαν δύο μήνες, τρεις. Μήνες που κύλησαν αργά, χωρίς ίχνος αγάπης. Οι πιο φτωχοί μήνες της ζωής του, μα πολύτιμοι και σημαδιακοί. Οι πιο σημαδιακοί απ’ όλους είχε ζήσει και απ’ όσους ακόμα θα ζούσε.
To be continued…
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου