Θα ήθελα να σου πω την ιστορία για δύο ανθρώπους. Μια γυναίκα κι έναν άνδρα. Από τους δύο αυτούς ανθρώπους, έχει απομείνει πλέον μόνο μια ανάμνηση. Όταν κλείνω τα μάτια μου, βλέπω ακόμα το πρόσωπό του και μπορώ ακόμα να νιώσω την ανάσα του στον λαιμό μου. Σχηματίζεται ένας σχεδόν μαγικός δεσμός ανάμεσα σε δύο ανθρώπους όταν τα σώματα αγγίζονται κι ας μη θέλουμε να το παραδεχτούμε μερικές φορές. Ένα γυμνό σώμα είναι η απόλυτη μορφή ειλικρίνειας.

 

Ποτέ του δεν της υποσχέθηκε τη φροντίδα, το χάδι, την προσοχή, ίσως ακόμα και την αγάπη. Εκείνη ποτέ δεν τα ζήτησε κι ας τα λαχταρούσε πιο πολύ κι από τον αέρα που αναπνέει. «Αν το σκεφτείς», έλεγε, «το σμίξιμό μας είναι και φροντίδα, και χάδι, και προσοχή», αλλά δεν τολμούσε να συμπεριλάβει και την αγάπη.

Όταν μετά από χρόνια θα συμπεριλάμβανε ο ίδιος την αγάπη, θα τη σόκαρε. Θα ένιωθε άσχημα για την προδοσία της, που δεν τον είχε πιστέψει. Της άρεσε, και συμπορευόταν μαζί του για μέρες, εβδομάδες, μήνες, χρόνια στον τελευταίο απολογισμό της ζωής της. Έκσταση θα μπορούσε να περιγράψει αυτό που θα ένιωθε, αν η σχέση τους έκανε το ανυπέρβλητο βήμα, και περνούσε στην καθημερινή, απτή πραγματικότητα.

Αλλά όπως κάθε μεγάλο πάθος, ποτέ δεν μπόρεσε να κάνει αυτή τη μετάβαση. Ο χρόνος είχε παρέλθει και οι ενδιαφερόμενοι είχαν επιστρέψει σε άλλες επιδιώξεις.  Ή μήπως όχι; Δεν τολμούσε να τον ρωτήσει. Δεν τολμούσε καν να το ξεστομίσει στον ίδιο της τον εαυτό.

«Δε θα λάβεις ποτέ αυτό που επιθυμείς, εάν δεν το ζητήσεις πρώτα», διάβαζε στα βιβλία αυτοεξέλιξης. Έστω κι αν ολόκληρη η ύπαρξή της κρατιόταν από αυτή τη σθεναρή κι επαναλαμβανόμενη επιθυμία. Ήταν η μοναδική ερώτηση που δεν μπορούσε, δίσταζε ακόμα και να αρθρώσει.

Σκεφτόταν πολλές φορές ότι εκείνος ήταν σαν ένα πολύ καλό βιβλίο, που η κάθε σελίδα του σε κρατά δέσμιο της πλοκής και σχεδόν σαν υπνωτισμένος τρέμεις το γύρισμα κάθε επόμενης σελίδας, γιατί σε φέρνει ολοένα και πιο κοντά στον επίλογο, στο οριστικό τέλος, στην ανεπίστρεπτη τελεία. Αυτό και μόνο αυτό, η τελική απόφαση και μόνο στην σκέψη ότι θα μπορούσε να είναι αρνητική, κατηγορηματική, εκμηδενιστική, την οδηγούσε έντρομη να κρύβεται κάτω από σεντόνια και κουβέρτες, σαν άλλο φοβισμένο παιδί που νομίζει μάταια ότι ένα απλοϊκό κομμάτι ύφασμα είναι ικανό να την προστατεύσει από φόβους, κρυμμένους βαθιά στην κυτταρική της μνήμη.

Τρομερές σκέψεις, εκφράσεις πόνου, που ξεπηδούσαν ξέφρενα από αναμνήσεις φευγαλέων ερωτικών στιγμών, φιλιά, τα ακροδάχτυλά του στο κορμί της, η πρώτη συνάντηση, το πρώτο βλέμμα, το πρώτο φιλί. Η δίνη άνοιγε, ολοένα και μεγαλύτερη, πιο σκοτεινή, ρουφώντας με μανία κάθε ίχνος αυτοεκτίμησης κι αυτοσυντήρησης που της είχε απομείνει.

Η μοναξιά που την ακολουθεί από τότε, έχει σχεδόν αποκτήσει μια δική της οντότητα, που την καταδυναστεύει. Όλα εκείνα που της χάρισε και ανυποψίαστη καθώς ήταν τα καλωσόρισε με ανοιχτά χέρια, όλα αυτά είναι που την κατατρώνε τώρα σαν σαράκι. Η στέρησή τους, αυτή είναι που αρνείται να κατανοήσει κυρίως.

Τόσοι και τόσοι θα περάσουν τη ζωή τους σαν μια φλόγα που σβήνει γρήγορα, σαν ένας διάττοντας αστέρας στον νυχτερινό στερέωμα. Με εντυπωσιακό ξεκίνημα, εκρηκτικό και τολμηρό, που όμως σβήνει γρήγορα, αφήνοντας ολοένα και πιο μικρό ίχνος. Το δικό τους, αυτό που έζησαν εκείνοι, ήταν διαφορετικό. Η φλόγα που τους έκαιγε, το ασίγαστο πάθος που για την εκτόνωσή του ήταν ικανοί για τα πάντα, χωρίς όρια κι αναστολές, κράτησε καιρό.

Ή μήπως ήταν μόνο μια στιγμή;

Αυτές οι σκέψεις κυριαρχούσαν στον μυαλό της, καθώς κατέβαινε τα σκαλιά του μετρό. Κορίτσι της πόλης, αγαπούσε κάθε στοιχείο που τη χαρακτηρίζει, όμως τώρα, με την υπόσχεση ενός αβέβαιου καλοκαιριού, και με τον θόρυβο να αυξάνεται δραματικά καθώς ο συρμός πλησίαζε στην αποβάθρα του σταθμού, κάτι σκίρτησε μέσα της τρομακτικό. Στη θέα της επαναλαμβανόμενης μορφής της πάνω στην επιφάνεια των τζαμιών του συρμού, αναρωτήθηκε ποια θα είναι η τελική εικόνα της; Θα συμπεριλαμβάνει ξανά άραγε κι εκείνον;

Προσπερνώντας έναν έναν τους σταθμούς της γραμμής για το κέντρο, παραδέχτηκε ότι ήταν υπέροχο όσο κράτησε. Ένιωσε όμορφη ξαφνικά, ζωντανή και με ένα απροσδιόριστο ρυθμό στο βήμα της καθώς ανέβαινε τις σκάλες για την έξοδο, που για λίγο αναρωτήθηκε αν και πάλι εκείνος, ο πάντα απών, αλλά πάντα εκεί, ήταν υπεύθυνος για αυτή της τη μεταστροφή στη διάθεση.

Βγαίνοντας έξω στην επιφάνεια του κόσμου, μέσα από όλο αυτόν τον κυκεώνα υπόγειων σκέψεων και σταθμών, το πολύβουο μελίσσι του συγκεντρωμένου κόσμου στην πλατεία Συντάγματος, που πήγαινε κι ερχόταν με περισσή βιασύνη κι αποφασιστικότητα, με εμφανή σκοπό και προορισμό, την επανέφερε στην πραγματικότητα, στο εδώ και τώρα.

Όχι καμία αμφιβολία πια, καμία σκέψη γι’ αυτόν. Τελείωσε όπως άρχισε, ξαφνικά κι αποφασιστικά. Μπήκε η τελεία από καιρό και το θέμα δε σηκώνει δεύτερες σκέψεις. Η ημέρα της κυλούσε γρήγορα κι αβίαστα και οι εικόνες που εναλλάσσονταν μπροστά της, της θύμισαν πόσο οικεία ένιωθε με την πόλη, την Αθηνούλα της, όπως έλεγε.

Κάπου στην οδό Ευριπίδου, ανάμεσα σε ένα ουράνιο τόξο χρωμάτων κι εξωτικών μυρωδιών της Ανατολής, ο ήχος του κινητού της την τάραξε. Δεν της άρεσε να διακόπτουν αυτές τις μικρές απολαύσεις της, γι’ αυτό και πάντα επισκεπτόταν μόνη της αγαπημένα μέρη, ώστε τίποτα να μην πάρει πολύτιμο χρόνο και χώρο από τέτοιες σημαντικές απολαύσεις της ζωής της. Ο μικρόκοσμός της διαλύθηκε στη θέα του μηνύματος στην οθόνη του κινητού της. Εκείνος. Ο πάντα απών. Εδώ. Τώρα.

Εκείνος, που της χάρισε τον κόσμο ολόκληρο, εκείνος που τον πήρε πίσω ξαφνικά, εκείνος που της έλεγε ότι μόνο μαζί της ζει, εκείνος που φεύγοντας πήρε και τη δική της ζωή και τώρα αναγκάζεται να ζει με κάτι που μοιάζει σαν ζωή. Δεν ήθελε καν να αναφέρει το όνομά του, θα γινόταν πραγματικό τότε και το απέφευγε με επιδέξιο τρόπο.

Διαβάζοντας το μήνυμα, ένιωσε την ανάγκη να ακουμπήσει σε ένα τοίχο στη μέση του δρόμου, για αν αντέξει το βάρος όλων εκείνων των σκέψεων που περνούσαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα και εναλλάσσονταν στο μυαλό της.

Εκείνος. Της ζητούσε να τη δει. Και πάλι.

Ποιος άγγελος -ή μήπως δαίμονας- τον έφερε και πάλι στη ζωή της; Και ξαφνικά όλα έπαυσαν. Ο θόρυβος, οι σκέψεις, ο τρόμος. Η μοίρα την περιγελούσε κατά  πρόσωπο.

 

To be continued…

Συντάκτης: Βασιλική Υψηλάντη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου