Είναι αξιοθαύμαστο πως τα πιo μικρά και ασήμαντα πολλές φορές κατέχουν ειδικό βάρος στην ζωή μας. Είτε ως τυχαίες συμπτώσεις , ή ως έκφανση μιας ανώτερης οργανωτικής δύναμης, η ύπαρξή τους κινεί ασίγαστα τα αόρατα νήματα της ανυποψίαστης ζωής μας.

Το αρχικό αίσθημα κολακείας που ένιωσε στη θέα του μηνύματος, γρήγορα έδωσε τη θέση του σε έναν απροσδιόριστο φόβο. Όσο δεν άντεχε την απομάκρυνσή του, άλλο τόσο δεν άντεχε να επαναλάβει τη ζωή μαζί του με τις ίδιες συνθήκες, που έφθειραν την ψυχή της κι αλλοίωναν το αληθινό της πρόσωπό.

Αποφάσισε να περπατήσει λίγο ακόμα για να ξεδιαλύνει τις σκέψεις της και η Αθηνούλα της, ήταν ο ιδανικός σύντροφος σήμερα. Όταν ένα καλοκαίρι, πολλά χρόνια πριν, αναγκάστηκε να φύγει και να ζήσει μακριά από την πόλη, αυτή η απομάκρυνσή της είχε κοστίσει. Σαν ξεριζωμός από τη μητρική αγκαλιά, στερώντας της ό, τι οικείο και αγαπημένο είχε.

Η Αθήνα για εκείνη αποτελούσε ένα συνονθύλευμα ιδιόμορφων στοιχείων κι αυτή η ιδιομορφία και το αίσθημα που σου προκαλούσε, ήταν κάτι με το οποίο ταυτιζόταν απόλυτα. Ακόμα και ο ήχος από τις κόρνες των αυτοκινήτων, των απορριμματοφόρων το βράδυ και των ξύλινων παραθυρόφυλλων που κλείνουν βιαστικά, όλα της έμοιαζαν σαν αυτοσχεδιασμός ενός μουσικού κομματιού της τζαζ. Νευρώδης και ανήσυχη, σε μια αέναη κίνηση, βίωνε την πόλη σε όλες τις εκφάνσεις της.

Θα την έβρισκες στην αρχαία αγορά του Θησείου, από τα αγαπημένα της μέρη, που λεηλατήθηκε τόσες και τόσες φορές από Πέρσες, Ρωμαίους και Σλάβους. Έτσι λεηλατήθηκε και η ίδια, από εκείνον και τελικά εγκαταλείφθηκε, όχι από έλλειψη αγάπης, αλλά από απουσία θάρρους. Αυτή του τη δειλία είναι που δεν έχει καταφέρει να συγχωρέσει, να κατανοήσει ακόμα. Και σαν άλλος ναός του Ηφαίστου, με τους επαναλαμβανόμενους κίονες στην πρόσοψη, έτσι επαναλαμβανόταν και η ιστορία τους μέσα στους μήνες, στα χρόνια που περνούσαν. Κανείς δεν είχε το θάρρος να βάλει το οριστικό τέλος και κανείς δεν τόλμησε να διεκδικήσει μια κοινή καθημερινότητα.

Η μεθυστική μυρωδιά του γιασεμιού, από ένα παρακείμενο σπίτι, σταμάτησε απότομα τις σκέψεις της και ένα μικρό τσίμπημα στην καρδιά τη θορύβησε. Ποια ανάμνηση ανασύρθηκε πάλι από τα βάθη της ψυχής της; Ποια ευτυχία τόλμησε να διακόψει την αγωνία της; Άραγε άγγιξε την ευτυχία μαζί του, ή ήταν και αυτή μια ψευδαίσθηση που της επέτρεπε να δραπετεύει από την μονότονη καθημερινότητά της;

Ήταν σίγουρη ότι η συνάντησή τους μόνο τυχαία δεν ήταν, καθώς ο ένας έλκονταν από τον άλλον, με μια ανεξήγητη οικειότητα και έναν πρωτόγνωρο, σχεδόν, ζωώδη μαγνητισμό. Και αν κάποτε είχε τη βεβαιότητα ότι αυτή η συνάντηση είχε οριστεί από κάποια δύναμη ανώτερη από τους ίδιους, για το δικό τους καλό, τώρα είχε τις αμφιβολίες της. Δεν τολμούσε να το παραδεχτεί ούτε στον εαυτό της, που έστεκε αμήχανα μπροστά στα ερείπια μιας άλλης ζωής, προσπαθώντας να δώσει νόημα και αξία, για να κρατηθεί.

Να αποστρέψει το βλέμμα της από εκείνον, να τον απομακρύνει από τη σκέψη της; Αυτό θα ήταν αδύνατο. Ή μήπως μόνο έτσι θα έβρισκε και πάλι τη δύναμή της; Μερικά βράδια άλλωστε το ένιωθε, ότι αυτό της το κομμάτι ζητάει να απαγκιστρωθεί, να ανοίξει φτερά και να απελευθερωθεί από τα δεσμά του επίγειου έρωτά τους, να λυτρωθεί και μέσα από το τωρινό μαρτύριο, να εξαγνιστεί και να βγει από το καθαρτήριο, όπως ο Δάντης στη Θεία Κωμωδία, παίρνοντας τον ανηφορικό δρόμο της επιστροφής στην αγνότητα.

Ένα πηγαίο κι αυθόρμητο χαμόγελο ήρθε στην επιφάνεια, όπου αφήνοντάς το να σχηματιστεί στο πρόσωπό της, αμέσως μαλάκωσε τα σκληρά χαρακτηριστικά της, απομακρύνοντας τη μάσκα της αγωνίας που είχε φορέσει νωρίτερα. Διασκεδάζοντας με την ιδέα να αποδεχτεί την πρόσκλησή του, ελπίζοντας ότι ίσως έτσι καταφέρει οριστικά και ανεπίστρεπτα να απαλλάξει την καρδιά της από το βάρος της ύπαρξής του, τολμάει το αδιανόητο.

Ανασύρει από τα βάθη της τσάντας της και ταυτόχρονα από τα τρίσβαθα της ψυχής της, το κινητό τη και μαζί με αυτό όσο θάρρος της έχει απομείνει. Η απάντησή της σύντομη, τυπική. Η απάντησή του άμεση, ενθουσιώδης. Προς στιγμήν, σχεδόν παρασύρεται από τον ενθουσιασμό του, σε μια αυθαίρετη παραίσθηση ότι αυτή τη φορά όλα θα είναι διαφορετικά ανάμεσά τους. Αφήνεται να γίνει έρμαιο στα λόγια του και χωρίς δεύτερη σκέψη αποδέχεται την πρόσκλησή του να συναντηθούν κάπου στο κέντρο μιας καλοκαιρινής Αθήνας. Και πάλι η πόλη θα γίνει το τρίτο πρόσωπο στη σχέση τους, όπως συνέβαινε πάντα άλλωστε. Η πόλη που τους δεχόταν στην αγκαλιά της, που αποτέλεσε το συνεκτικό κομμάτι της σχέσης τους, δίνοντάς τους άλλοθι για κάθε συνάντηση.

Έκπληκτη ανακαλύπτει μια ανεξήγητη ένταση να κλιμακώνεται όσο περνάει η ημέρα. Αναπάντητα ερωτήματα και αμφιβολίες την κυριεύουν. Θα νόμιζες ότι η αποδοχή της ξαφνικής πρόσκλησης, θα την απογύμνωνε από κάθε ανησυχία, αλλά αυτό ήταν μια πλάνη. Όλα τα μυστικά, οι απουσίες, η προδοσία, ακόμα και η αγάπη, όλα την καταδιώκουν, διαταράσσοντας κάθε στιγμή της ημέρας και της νύχτας. Ίσως αυτό να είναι το δικό της καθαρτήριο, να πρέπει να περάσει και από τους επτά κύκλους, από τα επτά στοιχεία που υπήρξαν η απαρχή και το τέλος της σχέσης τους.

Οι επόμενες ημέρες κυλούν με τους συνήθεις ρυθμούς, κινούμενοι στο δίπολο δουλειά-σπίτι, χωρίς εκπλήξεις και με μια σταθερή εναλλαγή μεταξύ τους, σε μια μάταιη προσπάθεια να αποκοπεί από όσα νιώθει. Το έχει ανάγκη αυτό, να νιώσει τη γη κάτω από τα πόδια της, να νιώσει ασφάλεια και σταθερότητα.

Έκπληκτη ανακαλύπτει ότι μέσα σε όλη αυτή την προσπάθεια των τελευταίων ημερών, να ανακαλύψει, να αμφισβητήσει, να δικαιωθεί, έφτασε η ημέρα της συνάντησης. Αύριο θα πρέπει να αντιμετωπίσει όλα αυτά κι άλλα τόσα κατά πρόσωπο. Στο δικό του πρόσωπο.

Καθώς απομακρυνόταν από την αφέλεια των προηγούμενων σκέψεων, η αμηχανία της άρχισε να καταλαγιάζει. Είναι αστείο πως ο έρωτας κατέχει μια εκπληκτική δύναμη να παραμερίζει τη λογική σκέψη και να σε μετατρέπει σε ένα εμμονικό ον που ολοένα και περισσότερο απομακρύνεσαι από την πραγματικότητα. Για να σε απορροφήσει ολοένα και πιο πολύ το αντικείμενο του πόθου σου. Ενός πόθου που είναι και ευεργέτης και τιμωρός και νέμεσις και κάθαρση μαζί.

Ο ήχος του πρωινού ξυπνητηριού διέκοψε τη γαλήνη που απλωνόταν σαν πυκνή ομίχλη στην μονοκατοικία όπου έμενε. Σηκώθηκε αργά, έριξε κρύο νερό στο πρόσωπό της και χτένισε τα μακριά ξανθά μαλλιά της. Ανοίγοντας το παράθυρο, μια πεταλούδα Μαχάων με τον τελετουργικό χορό της, πέταξε βιαστικά μερικές φορές γύρω της. Άραγε είναι μια ακόμα σύμπτωση; Ή σαν άλλος μυθικός γιατρός των Αχαιών, του Μαχαώνα, ήρθε για να προοικονομίσει τη σωτηρία της;

 

To be continued… 

Διάβασε το πρώτο μέρος της ιστορίας εδώ

Συντάκτης: Βασιλική Υψηλάντη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου