Η Ανεζίνα δεν ήταν απ’ τους ανθρώπους που πίστευαν πως η μαγεία έρχεται στις γιορτές των Χριστουγέννων, ήταν όμως μάλλον από εκείνους που την άφηναν όπως-όπως να φύγει μαζί τους. Βιαζόταν να βάλει σε τάξη εκείνα που αποπρογραμματίζονταν απ’ το εορταστικό κλίμα.
Αποχωρίστηκαν με την Ελένη με ένα δικό της «Μην αργήσεις να γυρίσεις» κι ένα βλέμμα γεμάτο λαχτάρα, στο οποίο η Ανεζίνα απάντησε με φοβισμένα χαμόγελα. Ξενύχτησαν πάνω απ’ τα τηλέφωνα, αντάλλαξαν φωτογραφίες, τραγούδια με υπονοούμενα για ανάγκες κι αισθήματα, κι οι μέρες πέρασαν. Δε θ’ αργούσε να γυρίσει. Δεν το άντεχε ούτε κι η ίδια. Στη Ρένα είχε τάξει πως θα της τα εξηγούσε όλα από κοντά, γιατί δεν μπορούσε να διαχειριστεί τον άμετρο ενθουσιασμό της και τις απανωτές ερωτήσεις της.
Στην πτήση για Αθήνα σκεφτόταν όλα όσα είχαν γίνει μεταξύ τους. Ίσως να μην είχε γίνει και τίποτα συγκεκριμένο, αλλά ήταν όλα τους γεγονότα λεπτά κι ηλεκτρισμένα στην αφή. Της άρεσε που της μιλούσε με σιωπές κι όχι με λόγια. Που δεν εισέβαλλε εκβιαστικά στον κόσμο της, αλλά μαγικά ήταν πάντα εκεί για εκείνη. Που την πρόσεχε, χωρίς να την περιορίζει. Που κρατούσε απόσταση απ’ το σώμα της αλλά όχι απ’ τη ζωή της. Τη θαύμαζε για τη διαρκή ηρεμία της, για το σοβαρό της βλέμμα, για τη διακριτική αποφασιστικότητά της.
Σε ένα τράνταγμα του αεροπλάνου ανασκουμπώθηκε κι έδεσε ξανά τη ζώνη ασφαλείας. Ένιωθε πιο βολικά έτσι. Δεν της ταίριαζαν τα ρίσκα. Ήταν μάλλον, στ’ αλήθεια, Σταχτοπούτα, σκέφτηκε. Γοητευόταν απ’ το ενδιαφέρον της Ελένης, αλλά δεν είχε το θάρρος να μείνει μαζί της όταν τα μάγια θα λύνονταν κι όλο αυτό θα προσγειωνόταν σε μια δύσκολη για τις δυο τους πραγματικότητα.
Και κάπως έτσι, προσγειώθηκε και το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο της Αθήνας. Ήταν ανήμερα των Φώτων κι η Ελένη δε θα δούλευε. Της είχε υποσχεθεί να της έκανε το τραπέζι, όταν σε μια συζήτηση που είχαν η Ανεζίνα είχε αμφισβητήσει πως θα ξέρει να μαγειρεύει τίποτα καλύτερο από βραστά μακαρόνια και μπρόκολο. Κι έτσι, η Ανεζίνα πήρε τον προαστιακό για το σπίτι, γιατί η Ελένη είχε προετοιμασίες και δε θα προλάβαινε να πάει να την πάρει. Ήθελε να την εκπλήξει.
Έφτασε βράδυ στη γειτονιά και δεν ανέβηκε στο διαμέρισμά της. Με τη βαλίτσα στο χέρι στάθηκε έξω απ’ το σπίτι της Ελένης κι ένας κόμπος στο στομάχι την έπνιγε μέχρι να ανοίξει η πόρτα και να την αγκαλιάσει. Με μια βαθιά εκπνοή η Ανεζίνα ένιωσε να παραδίνεται επιτέλους σε αυτό που είχε τόσο ανάγκη να νιώσει. Δε μίλησε. Έκλεισε μόνο για λίγο τα μάτια και προσπάθησε να κάνει αυτή τη στιγμή να διαρκέσει λίγο παραπάνω. Όταν τα άνοιξε και πάλι συνειδητοποίησε πως η Ελένη φορούσε ξανά το μπορντό πουκάμισο.
«Δεν άργησες να έρθεις, τελικά» είπε η Ελένη και την έπιασε απ’ το χέρι. «Έλα. Θα κρυώσουν τα μακαρόνια και το μπρόκολο» συνέχισε και την τράβηξε στην κουζίνα. Η Ανεζίνα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα γέλια της, όταν αντίκρισε πάνω στο τραπέζι δυο πιάτα με μακαρόνια και τριμμένο τυρί και στη μέση ένα ολόκληρο βρασμένο μπρόκολο, στολισμένο με έναν μικρό Άγιο Βασίλη, όπως αυτούς που μπαίνουν στις τούρτες και στις βασιλόπιτες.
Η Ελένη γέλασε κι εκείνη και την κοίταξε στα μάτια. «Καλύτερα να αναλάβεις εσύ τη μαγειρική. Εγώ αναλαμβάνω το χαμόγελό σου» είπε και φίλησε τα χαμογελαστά της χείλη. Η Ανεζίνα δε θυμόταν αν ποτέ είχε αισθανθεί ξανά έτσι. Πριν προλάβει να το σκεφτεί, είχε ανταποδώσει το φιλί κι ήταν στ’ αλήθεια η πρώτη ουσιαστική πρωτοβουλία που είχε πάρει ως προς την Ελένη. Στα υπόλοιπα είχε συναινέσει με ενθουσιασμό και φόβο. Αυτό το φιλί, όμως, ήταν σαν να το ποθούσε το είναι της.
Σήκωσε τα χέρια της και τα ακούμπησε στο στέρνο της Ελένης. Χάιδεψε το πουκάμισο κι έπαιξε με τα δάχτυλά της με το γιακά. «Αμφιβάλλω αν το εγκρίνεις, αλλά είναι το μόνο επίσημο ρούχο που έχω και δεν μπορούσα να βάλω κάτι πιο απλό σε τέτοιο επίσημο δείπνο» είπε γελώντας η Ελένη κι η Ανεζίνα τη φίλησε και πάλι. Κι ήταν ξανά το ίδιο άβολα κατάλληλο για εκείνη.
Πήραν τα πιάτα τους αγκαλιά στον καναπέ, κάθισαν κοντά κι έφαγαν συζητώντας, μέχρι που η Ανεζίνα ανησύχησε, γιατί είχε πάει αργά και το πρωί έπρεπε να σηκωθεί χαράματα για δουλειά. «Μη φύγεις» είπε δειλά η Ελένη κι η Ανεζίνα δίστασε. «Μείνε να κοιμηθούμε μαζί και το πρωί φεύγεις». Σιωπή.
Μήπως ζητούσε πολλά; Μήπως ζητούσε πράγματα που η Ανεζίνα δεν ήταν έτοιμη να κάνει; «Άλλωστε, αύριο θα χρειαστείς πάλι τις γαλότσες μου, γιατί θα βρέχει» συνέχισε η Ελένη κι η Ανεζίνα ξάπλωσε στον καναπέ απλώνοντας τα μαλλιά της στα πόδια της Ελένης. «Κι απλά για να μην παραγνωριζόμαστε…» είπε η Ανεζίνα με ύφος σοβαρό που έκανε την Ελένη να χλομιάσει «…εγώ γαλότσες δεν ξαναφοράω» συνέχισε και χαμογέλασε πονηρά.
Αποπειράθηκαν να δουν μια ταινία, αλλά η Ανεζίνα είχε αποκοιμηθεί απ’ τα πρώτα λεπτά. Η Ελένη έβγαλε το πουκάμισο γιατί της ήταν οριακά στενό και το πέταξε στην άκρη του καναπέ, αλλά δεν κουνήθηκε, γιατί δεν ήθελε να την ξυπνήσει. Κοιμόταν γαλήνια στα πόδια της σκεπασμένη με μια κουβέρτα. Έμεινε να τη χαϊδεύει καθιστή, μέχρι που αποκοιμήθηκε εκεί κι εκείνη.
Ήταν σχεδόν ξημερώματα όταν η Ανεζίνα ξύπνησε και πήρε την Ελένη να την πάει στο κρεβάτι, ήξερε πως θα ‘χε πιαστεί καθιστή όλο το βράδυ. Τη μετέφερε σχεδόν μισοκοιμισμένη, προσπαθώντας να τη στηρίξει για να περπατήσει μέχρι το δωμάτιο και τη σκέπασε, γιατί είχε πολύ κρύο.
Γύρισε στο σαλόνι να μαζέψει τα πράγματά της για να φύγει κι είδε το μπορντό πουκάμισο αφημένο στον καναπέ. Το πήρε στα χέρια της κι έχωσε μέσα του το πρόσωπό της, για να το μυρίσει. Ήταν και πάλι άδειο, μόνο που τώρα η ψυχή της ήταν γεμάτη. Κι έτσι συνειρμικά κατάλαβε πως ο στίχος του Σεφέρη ταίριαζε στη ζωή της τώρα περισσότερο από ποτέ. «Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη