Η Ανεζίνα έφτασε καθυστερημένη στο club. Είχε προσπαθήσει να μείνει στο κρεβάτι της, αλλά πάλευε μάταια με την αϋπνία κι έτσι αποφάσισε να πάει να συναντήσει τη Ρένα και την υπόλοιπη παρέα. Είχε ορκιστεί στον εαυτό της πως θα καθόταν μόνο για ένα ποτό. Άφησε το παλτό της στην είσοδο, πήρε μερικές βαθιές ανάσες, έφερε τα λυτά μαλλιά της απ’ τη μία μεριά και μπήκε μέσα.
Είχε περάσει τουλάχιστον ένας χρόνος απ’ την τελευταία φορά που είχε βρεθεί σε τέτοιο χώρο. Τα πρώτα δευτερόλεπτα η δυνατή μουσική, η πολυκοσμία και τα φώτα τη ζάλισαν, αλλά κατευθύνθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη προς το μέρος της Ρένας. Ήταν πολύ εύκολο να ξεχωρίσει μες στο πλήθος πού είχαν σταθεί τα κορίτσια, αφού η αδερφή της Μαρίνας είχε σχεδόν δυο μέτρα ύψος.
Στριμώχτηκε ανάμεσα σε παρέες κι έφτασε κοντά τους. Η Ρένα μόλις την είδε τρελάθηκε απ’ τη χαρά της, γιατί είχε πειστεί πως δε θα ερχόταν τελικά. Βιάστηκε να κάνει τις συστάσεις με δυο κοπέλες που η Ανεζίνα δε γνώριζε κι όταν έφτασε η στιγμή να χαιρετηθεί με τη νέα γειτόνισσα, η Ρένα τής έκλεισε το μάτι. Έδωσαν τα χέρια κι η Ανεζίνα κοντοστάθηκε.
Ένα μπορντό πουκάμισο. Το ωραιότερο μπορντό πουκάμισο που της φάνηκε πως είχε δει ποτέ. Με όλα του τα κουμπιά κουμπωμένα από κάτω μέχρι πάνω. Απόλυτα ταιριαστό με τα πιασμένα μαλλιά της και το άβαφό της πρόσωπο.
Δε μίλησε. Μόνο χαμογέλασε και συγκράτησε την έκπληξή της. Τρύπωσε δίπλα στη Ρένα, παρήγγειλε ένα ποτό και χάζεψε τριγύρω. Το ολοστόλιστο μαγαζί έσφυζε από κόσμο. Όλοι σε γιορτινή διάθεση χόρευαν, μιλούσαν κι απολάμβαναν τη βραδιά.
Ένιωθε πως είχε ξεχάσει να στέκεται σε τέτοια μαγαζιά. Ήταν πολύ αμήχανη. Δεν ήξερε πώς να βολέψει τα χέρια της, γι’ αυτό κρατούσε σφιχτά το ποτήρι και με τα δύο.
Ένα ζεστό άγγιγμα στο άνοιγμα της μπλούζας της στην πλάτη τη βρήκε απροετοίμαστη. «Γιατί φαίνεσαι αγχωμένη; Είναι μετά τις δώδεκα και τα μάγια δε λύθηκαν, Σταχτοπούτα» είπε η Ελένη κοντά στο αφτί της Ανεζίνας για να καταφέρει να ακουστεί, κι εκείνη χαμογέλασε.
«Σε μερικές ώρες πετάω για Θεσσαλονίκη κι αγχώνομαι να τα προλάβω όλα» απάντησε η Ανεζίνα κι έσκυψε το βλέμμα της, για να μην το αφήσει να κολλήσει πάλι στο πουκάμισο της Ελένης.
«Μήπως δε σου αρέσει εδώ;» ρώτησε η Ελένη κι η Ανεζίνα ένιωσε ανέλπιστη ανακούφιση που κάποιος την καταλάβαινε.
«Μου αρέσει, απλά νομίζω πως, επειδή δε συνηθίζω να βγαίνω νύχτα, είμαι εκτός τόπου και χρόνου».
Η Ελένη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της δείχνοντας πως και για εκείνη δεν ήταν ό,τι καλύτερο. «Εγώ να δεις! Σκέψου πως είχα φορέσει τις φόρμες μου, γιατί δε με είχαν προετοιμάσει για τέτοιο ξενύχτι. Η φιλενάδα σου μου έδωσε αυτό το πουκάμισο και με υποχρέωσε να το φορέσω, όταν πήγα απ’ το σπίτι της για να έρθουμε εδώ».
Η Ανεζίνα δεν αποκρίθηκε. Πάγωσε το βλέμμα της κι οι σκέψεις της έτρεξαν. Ξανακοίταξε το πουκάμισο κι έπειτα πάλι κάτω.
«Έλα, δεν είναι τόσο κακό!» είπε η Ελένη νομίζοντας πως η Ανεζίνα δεν ενέκρινε το πουκάμισό της.
«Όχι, αντιθέτως!» είπε η Ανεζίνα και δάγκωσε τα χείλη της για να μη συνεχίσει.
Η ώρα περνούσε μπερδεμένα για την Ανεζίνα. Ένιωθε αλλόκοτο το μυαλό της κι έκανε περίεργους συνειρμούς. Η Ελένη δεν ξεμάκρυνε από δίπλα της. Μιλούσαν σχεδόν συνέχεια για διάφορα, αν κι η Ανεζίνα δεν ανοιγόταν εύκολα σε ανθρώπους που δε γνώριζε.
Έμαθε πως η Ελένη καταγόταν απ’ το Βόλο κι είχε μετακομίσει πριν ένα μήνα στην Αθήνα για δουλειά. Είχε πάρει μεταγραφή στην ίδια ομάδα με την αδερφή της Μαρίνας κι ήταν πολύ ευχαριστημένη με τα νέα δεδομένα της ζωής της. Δε δικαιούταν άδεια, οπότε θα έμενε αναγκαστικά στην Αθήνα για γιορτές και τις αργίες θα τις περνούσε στο σπίτι τακτοποιώντας τις κούτες που είχε φέρει απ’ το πατρικό της.
Κάπου ανάμεσα στις κουβέντες, η Ανεζίνα έριξε μια κλέφτη ματιά στο ρολόι της Ελένης και συνειδητοποίησε πως ήταν πιο αργά από όσο νόμιζε. Εξήγησε στα κορίτσια πως έπρεπε να φύγει, φίλησε τη Ρένα, η οποία είχε αρχίσει ήδη να της λείπει κι είδε την Ελένη να μαζεύει τα πράγματά της.
«Δε θα σε αφήσω να πάρεις ταξί τέτοια ώρα. Αφορμή να γλυτώσω κι εγώ απ’ αυτό το ατελείωτο ξενύχτι» είπε κι είχε ήδη φορέσει το μπουφάν της. Πήρε κι η Ανεζίνα το παλτό της απ’ την γκαρνταρόμπα προς την έξοδο και βγήκαν απ’ το μαγαζί.
Μπήκαν βιαστικά στο αυτοκίνητο της Ελένης, γιατί έτρεμαν απ’ το απότομο κρύο και ξεκίνησαν για το σπίτι. Η Ανεζίνα χάζευε απ’ το παράθυρο τις στολισμένες βιτρίνες της πόλης και πριν να το καταλάβει είχε αποκοιμηθεί στο κάθισμα του συνοδηγού. Η Ελένη δεν την ξύπνησε. Άπλωσε μόνο το χέρι της και τακτοποίησε τα μαλλιά της Ανεζίνας που έπεφταν στο πρόσωπό της καθώς κοιμόταν.
Η Ανεζίνα ξύπνησε όταν αισθάνθηκε πως η Ελένη έσβησε το αυτοκίνητο στο δρόμο μπροστά απ’ τα σπίτια τους. «Κι Ωραία Κοιμωμένη; Πόσα παραμύθια συνδυάζεις πια;» είπε η Ελένη κι η Ανεζίνα ντράπηκε όταν κατάλαβε πως είχε αποκοιμηθεί.
«Χίλια συγγνώμη» είπε και κοκκίνισε ολόκληρη. Η Ελένη δεν το σχολίασε. Με το χέρι της ακούμπησε το πηγούνι της Ανεζίνας και σήκωσε το κεφάλι της.
«Να προσέχεις. Καλές γιορτές, Σταχτοπούτα» είπε κι η Ανεζίνα είχε χάσει τη μιλιά της, όσο τα πρόσωπά τους βρίσκονταν αντικριστά. Με τρεμάμενη φωνή ανταπέδωσε τις ευχές και βγήκε απ’ το αυτοκίνητο.
Ανέβηκε στο διαμέρισμά της, έκλεισε την πόρτα, έριξε μια κλέφτη ματιά στις βαλίτσες που την περίμεναν στο σαλόνι και ξάπλωσε στον καναπέ. Κόλλησε το βλέμμα της στο ταβάνι και προσπάθησε να ηρεμήσει τους παλμούς της, μήπως και κατάφερνε να βάλει σε σειρά τη σκέψη της. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ο ήχος απ’ το κουδούνι της εισόδου, την ανάγκασε να σηκωθεί. Ήταν η Ελένη.
«Η Ελένη;» σκέφτηκε μεγαλόφωνα, έστρωσε πάνω της το μπλουζάκι της και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
«Έχω μια ιδέα!» είπε η Ελένη κι η Ανεζίνα χαμογέλασε. «Τι θα έλεγες, αν έχανες την πτήση;». Η Ανεζίνα πάγωσε. Κοίταξε μία τις βαλίτσες και μία την Ελένη. «Θα πιούμε έναν καφέ και μόλις ξημερώσει θα ξεκινήσουμε οδικώς για Θεσσαλονίκη. Ευκαιρία να κάνω κι εγώ μια μικρή εκδρομή, μιας που αυτές οι δύο μέρες είναι αργίες. Γυρνώντας το βράδυ μπορώ να περάσω να δω και τους γονείς μου στο Βόλο, κοιμάμαι εκεί και μετά με το καλό ξεκινάω για Αθήνα».
Η Ανεζίνα δάγκωσε τα χείλη της, χωρίς καθόλου να σταματήσει να χαμογελά. «Άλλωστε νομίζω πως απολαμβάνεις τον ύπνο στο αυτοκίνητό μου» συνέχισε η Ελένη, ανταποδίδοντας τα χαμόγελα, κι η Ανεζίνα της έγνεψε να περάσει μέσα και τη ρώτησε αινιγματικά «Τι καφέ πίνεις;»…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη