Το ταξί άφησε την Ανεζίνα στην απέναντι μεριά του δρόμου κι εκείνη μετά βίας κατάφερε να βγει και να σταθεί κάτω απ’ τα μπαλκόνια της γειτονικής πολυκατοικίας. Δεν ήξερε τι σκεφτόταν το πρωί που έφυγε για το γραφείο με γόβες και παλτό, ενώ αναμενόταν καταιγίδα. Είχε στο μυαλό της όλες τις τελευταίες λεπτομέρειες που έπρεπε να τακτοποιηθούν πριν φύγει για το χωριό κι ένιωθε αποσυντονισμένη.
Κοντοστάθηκε και κοίταξε το χείμαρρο που περνούσε μπροστά της. Θα ήταν αδύνατο και σίγουρα επικίνδυνο να διασχίσει το δρόμο με τα τακούνια της. Δεν είχε άλλη επιλογή. Έσκυψε, έβγαλε τις γόβες και πάτησε διστακτικά με το καλσόν στο πεζοδρόμιο. Ανέκαθεν δε συγκαταλεγόταν στους περιπετειώδεις ανθρώπους κι ένιωθε πως χρειαζόταν μερικές βαθιές ανάσες πριν πάρει τη μεγάλη απόφαση να τρέξει ως το σπίτι της.
«Πού πας, Σταχτοπούτα;». Μια φωνή πίσω και πάνω απ’ το κεφάλι της ακούστηκε ακατάλληλα ειρωνική εκείνη τη στιγμή. Η Ανεζίνα σήκωσε το βλέμμα της στο μικρό μπαλκόνι του ημιώροφου κι είδε μια μελαχρινή κοπέλα σκυμμένη πάνω απ’ τα κάγκελα. Δεν είχε ούτε όρεξη ούτε χρόνο για κουβέντες. Ξεφύσηξε κι έκανε ένα πρώτο δοκιμαστικό βήμα.
«Περίμενε. Πάρε εδώ» αποκρίθηκε ξανά η κοπέλα κι η Ανεζίνα είδε δύο γαλότσες να κρέμονται σχεδόν δίπλα της. Δίστασε.
«Έλα, μη σε νοιάζει, γειτόνισσα. Μου τις επιστρέφεις οπότε μπορείς. Τις χρειάζεσαι περισσότερο από εμένα αυτή τη στιγμή» είπε εκείνη κι η Ανεζίνα τις πήρε και τις φόρεσε.
«Απ’ το ένα παραμύθι του Σαρλ Περώ στο άλλο, ε; Από Σταχτοπούτα, παπουτσωμένος γάτος» είπε η Ανεζίνα αστειευόμενη για το αταίριαστο φόρεμά της με τις γαλότσες κι ευχαρίστησε την άγνωστη μέχρι τότε γειτόνισσά της. Εκείνη της έγνεψε κι έμεινε να την κοιτάζει μέχρι που έκλεισε την πόρτα της απέναντι πολυκατοικίας πίσω της.
Η Ανεζίνα ήξερε πως είχε φανεί ανέλπιστα τυχερή. Βιάστηκε πρώτα να στεγνώσει το παλτό της, γιατί ήθελε να το φορέσει το επόμενο πρωί στο αεροδρόμιο κι ύστερα κάθισε να φάει. Στην είσοδο του διαμερίσματός της, πλάι στον καναπέ, είχε αφήσει τις γαλότσες, για να μην ξεχάσει να τις επιστρέψει στην κοπέλα πριν φύγει για χριστουγεννιάτικες διακοπές. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Ρένα, πιστή στο απογευματινό ραντεβού τους, της χτύπησε το κουδούνι τη στιγμή που είχε μόλις τελειώσει το φαγητό της. Μπήκε βιαστική κι ενθουσιασμένη στο σαλόνι και βυθίστηκε στην γκρι πολυθρόνα.
«Αν είχες βγάλει κιόλας τα παπούτσια σου, θα σε αγαπούσα λιγάκι περισσότερο», είπε η Ανεζίνα κι έσκυψε να την αγκαλιάσει. «Σήκω, έχουμε δουλειές» την πρόσταξε τραβώντας την απ’ το φούτερ κι η Ρένα αντιστάθηκε.
«Θα σε βοηθήσω υπό έναν όρο» είπε και ξανακάθισε στη θέση της.
Η Ανεζίνα την αγριοκοίταξε και πριν προλάβει να πει οτιδήποτε, η Ρένα είχε ήδη θέσει τους όρους της. Θα έπρεπε η Ανεζίνα να περάσει το τελευταίο βράδυ της μαζί της. Δοκίμασε να αρνηθεί, γιατί τα σχέδια προέβλεπαν ξενύχτι, χορό κι αλκοόλ, αλλά δεν είχε χρόνο για διαπραγματεύσεις. Έκλεισε τη συζήτηση με ένα «θα δούμε» και της έδωσε τη σκούπα να ξεκινήσει απ’ την κουζίνα. Είχε ήδη αρχίσει να νυχτώνει κι αγχωνόταν ολοένα και περισσότερο.
«Και ποιοι θα ‘ναι το βράδυ;» ρώτησε η Ανεζίνα με το σίδερο στο χέρι κι η Ρένα ήξερε πως αυτός ήταν καλός οιωνός.
«Εγώ, η Μαρίνα, τα κορίτσια κι η νέα γειτόνισσα» είπε κι έκλεισε το μάτι στη φίλη της. «Μη με κοιτάζεις με απορία. Είμαι γενικά γρήγορη, το ξέρω, αλλά αυτή τη φορά δεν έκανα τα μαγικά μου. Είναι συμπαίκτρια της αδερφής της Μαρίνας κι επειδή δεν ξέρει κόσμο στην Αθήνα της πρότεινε να έρθει μαζί μας» είπε κι η Ανεζίνα κατάλαβε γιατί είχε έρθει τόσο ενθουσιασμένη η Ρένα.
«Πρέπει να φύγω, γιατί θα πάω να πάρω τη Μαρίνα απ’ τη δουλειά» είπε η Ρένα και βιάστηκε να πάει προς την πόρτα. Σκόνταψε, όμως, στις γαλότσες και παραξενεύτηκε, γιατί στοιχημάτιζε πως η φίλη της ποτέ δε θα τις αγόραζε ποτέ.
«Της νέας γειτόνισσας», είπε η Ανεζίνα στη Ρένα, η οποία γούρλωσε τα μάτια της. «Δεν είσαι μόνο εσύ γρήγορη» συνέχισε η Ανεζίνα γελώντας με την αστεία γκριμάτσα της φίλης της κι έκλεισε την πόρτα πριν προλάβει να αρχίσει την ανάκριση.
Αφού συμμάζεψε το σπίτι, φόρεσε το μπουφάν της, πήρε τις γαλότσες στο χέρι και στάθηκε στην είσοδο της απέναντι πολυκατοικίας. Στάθηκε μπροστά στα κουδούνια και συνειδητοποίησε ότι δεν ήξερε το όνομά της. Μόλις, όμως, βγήκε ένας άλλος ένοικος, τρύπωσε πίσω του και κατευθύνθηκε προς την πόρτα που μάντευε πως ήταν του διαμερίσματος στον ημιώροφο.
Χτύπησε κι έκανε ένα βήμα πίσω.
«Σταχτοπούτα;» είπε η κοπέλα που δεν περίμενε μάλλον να τη δει.
«Συγγνώμη, αλλά αύριο φεύγω για το χωριό μου, οπότε αναγκαστικά έπρεπε να στις επιστρέψω σήμερα» είπε η Ανεζίνα και της έδωσε τις γαλότσες. «Σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Με έσωσες» συνέχισε κι έκανε αμήχανη αναστροφή να φύγει.
«Ελένη» είπε η κοπέλα κι άπλωσε το χέρι της προς το μέρος της Ανεζίνας.
«Ανεζίνα» αποκρίθηκε και με άλλο ένα «ευχαριστώ» καληνύχτισε την Ελένη και βγήκε στο δρόμο.
Άραγε να διαισθανόταν πως η νύχτα δεν είχε τελειώσει για εκείνες ακόμα;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη