Ένα χρόνο μετά τον μεγάλο τσακωμό τους, η Κάτια κι ο Αντρέας είχαν αρχίσει να ξανακάνουν παρέα. Εκείνη είχε δώσει πανελλήνιες κι είχε περάσει στη Θεσσαλονίκη, ενώ εκείνος θα έμενε στην Αθήνα και θα σπούδαζε τουριστικά. Η Κάτια είχε καταφέρει να πείσει για άλλη μια φορά τον εαυτό της, τώρα, όμως, για το αντίθετο απ’ ό,τι προηγουμένως. Είχε πλέον ζήσει τον Αντρέα ως ερωτευμένο, αφού αυτός βρισκόταν σε μία σχέση από καιρό, κι είχε καταλάβει ότι δε θα ήταν καθόλου αρμονικοί μαζί. Είχε, ακόμα, έρθει τόσο κοντά του, που θεωρούσαν ο ένας τον άλλο αδέλφια, και μοιράζονταν τα πάντα.
Όταν δεν υπάρχει κανένα φίλτρο στις πληροφορίες που μοιράζονται δύο άνθρωποι μεταξύ τους, πράγμα που συμβαίνει συνήθως στις πολύ δυνατές και κοντινές φιλίες, η μαγεία κι ο έρωτας εξασθενούν, γιατί οι άνθρωποι ανακαλύπτουν πολλές πλευρές του άλλου, που ίσως να μην έβλεπαν ποτέ αλλιώς, κι αυτό συχνά δεν είναι για καλό.
Μέσα στο μυαλό της Κάτιας υπήρχε, όμως, ακόμα ένα αναπάντητο ερώτημα. Η ζωή της είχε προχωρήσει για τα καλά κι εκείνη ήταν έτοιμη να ξεκινήσει ένα καινούριο κεφάλαιο. Μα πριν το κάνει αυτό, ήθελε να ξεκαθαρίσει όλα τα θέματα του παρελθόντος της, να πληρώσει όλους τους λογαριασμούς της και να λύσει όλα τα ερωτήματα που κρέμονταν αναπάντητα πάνω απ’ το κεφάλι της.
Ήξερε πια καλά ότι ο Αντρέας ήταν ένα πλάσμα σπάνιο, μοναδικό, και δε μετάνιωνε ούτε ένα λεπτό από όσα είχε περάσει μαζί του. Ήξερε ότι τον αγαπούσε ειλικρινά και βαθιά κι ολόκληρη η ιστορία τους της είχε διδάξει πάρα πολλά. Ήταν, ακόμα, χαρούμενη που την είχε πια αγαπήσει κι αυτός, και που για πάντα θα μονοπωλούσε ένα μεγάλο κομμάτι της καρδιάς της.
Μα πίστευε ότι τον είχε γνωρίσει για κάποιο λόγο, και δε δεχόταν να πιστέψει ότι αυτός ήταν μια άκρως περίπλοκη φιλία. Στα μάτια της, αυτό που είχαν ήταν πολύ δύσκολο να διαλυθεί, μα ο χρόνος είναι ύπουλος και καθόλου άξιος εμπιστοσύνης, ιδιαίτερα σε τέτοιες μικρές ηλικίες. Όταν στη ζωή μας συμβαίνει κάποιο τόσο παράδοξο γεγονός, που μοιάζει περισσότερο να ήρθε από θεϊκή παρέμβαση, παρά με απλή σύμπτωση, ο λόγος πίσω από αυτό είναι συνήθως πολύ μεγαλύτερος από αυτό που περιμένουμε. Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, δεν είναι καθόλου αυτό που εμείς υποθέτουμε και θεωρούμε.
Ήταν ένα καλοκαιρινό απόγευμα, λοιπόν, όταν το σύμπαν αποφάσισε να της δώσει ένα μικρό στοιχείο για το τι ήταν αυτό που είχε προκαλέσει όλη αυτή την ιστορία. Η Κάτια είχε βγει για έναν περίπατο στα μαγαζιά κι είχε συναντήσει τυχαία τον Πέτρο, τον καλύτερο φίλο του Αντρέα. Αποφάσισαν να περπατήσουν μαζί και να τα πούνε, κι ο δρόμος τους τούς οδήγησε σε μια καφετέρια στην παραλιακή. Η Κάτια είχε καιρό να περάσει τόσο όμορφα. Ο Πέτρος ήταν έξυπνος κι είχε ωραίο χιούμορ, και ποτέ της δε θυμόταν να είχε παρατηρήσει τα τόσο όμορφα χαρακτηριστικά του. Η κουβέντα τους αφορούσε ό,τι μπορείς να φανταστείς και κράτησε για πολλή ώρα, τόσο που κάποια στιγμή, έκπληκτοι, αντιλήφθηκαν πως είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει.
«Πέρασα πολύ όμορφα σήμερα» του είπε στο τέλος. «Κρίμα που δεν κάναμε τόση παρέα όλα αυτά τα χρόνια», του χαμογέλασε.
«Πάντα ήξερα ότι θα κάναμε φοβερή παρέα οι δυο μας» της είπε αυτός. «Μα πάντα με έβλεπες απλώς σαν ένα φίλο του Αντρέα, ποτέ δε με είδες ως τον Πέτρο. Τώρα ίσως τα πράγματα να ‘ναι διαφορετικά» της είπε, ανταποδίδοντας το χαμόγελο.
Στον δρόμο της επιστροφής, τα λόγια του Πέτρου έπαιζαν στο κεφάλι της Κάτιας σαν τραγούδι που έχει κολλήσει στο repeat. Ήξερε καλά πως δεν ήταν διατεθειμένη να μπει σε ίδιο τριπάκι με το προηγούμενο -ένα μεγάλο απωθημένο είναι υπεραρκετό για τη ζωή μιας δεκαοχτάχρονης. Μα η παρέα μαζί του ήταν τόσο αβίαστη που δεν μπορούσε παρά να σκεφτεί πώς θα ήταν αν το σύμπαν είχε στείλει τον Αντρέα στον δρόμο της για να της γνωρίσει τον Πέτρο.
Για εκείνη, όλη η ιστορία που είχε με τον –πλέον– καλύτερό της φίλο ήταν ένα γερό μάθημα, που χρειαζόταν και με το παραπάνω. Μαζί του είχε ωριμάσει, είχε αποτινάξει κάθε ίχνος αφέλειας που είχε μέσα της, ένα χρόνο πριν, κι είχε καταφέρει να αγαπήσει πραγματικά τον εαυτό της, βλέποντας κάποιον που θαύμαζε να τη θαυμάζει αμοιβαία. Είχε ζήσει έναν έρωτα που αποδείχτηκε ανεκπλήρωτος κι είχε καταλάβει πια ότι όλα αυτά που είχε νιώσει ήταν μόνο ένα μικρό κομμάτι από αυτό που θα ένιωθε αν ο έρωτάς της έβρισκε ανταπόκριση.
Μα ακόμα και μια ερωτική απογοήτευση μπορεί να σου διδάξει πολλά, κι αυτό που τη δίδαξε ήταν να μην το βάζει κάτω, να κάνει και να λέει ό,τι νιώθει, να ‘ναι ο εαυτός της και να ακολουθεί την καρδιά της. Υπήρχε, μάλιστα, και μία έκφραση, η οποία της φάνηκε να χαρακτηρίζει πλήρως τον χρόνο εκείνο της ζωής της: «Στόχευε το φεγγάρι. Αν δεν το πετύχεις, τουλάχιστον θα χτυπήσεις κάποιο απ’ τα αστέρια».
Και κάπου μέσα της, εκείνη η φωνούλα που τη ρώταγε μανιωδώς για τον λόγο που το σύμπαν έφερε στη ζωή της τον Αντρέα, πήρε την απάντησή της: η Κάτια ήταν έτοιμη να βρει το χτυπημένο αστέρι της.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη