Διάβασε το Μέρος Β’ εδώ.

 

Ούτε ο ίδιος ο Αντρέας δεν ήξερε γιατί της αποκάλυψε τη σκέψη του εκείνη. Πώς μπορούσε να πάει σε ένα κορίτσι για το οποίο δεν ενδιαφερόταν ερωτικά και να του πει πως είχε σκεφτεί τους δυο τους σαν ζευγάρι; Ήξερε καλά ότι έτσι θα της δημιουργούσε φρούδες ελπίδες, και δεν είχε τέτοιο σκοπό. Μα το είχε κάνει και τώρα την έβλεπε να λιώνει για εκείνον, καθώς της περιέγραφε το σπίτι των ονείρων του και δημιουργούσε μια θέση για ‘κείνη στο όνειρό του. Το στόμα του πετούσε τις λέξεις ανεξέλεγκτα και μέσα του ένιωθε ευχαρίστηση που την έβλεπε να λάμπει έτσι. Μα ήξερε καλά πως ήταν μια απλή φίλη του και πως, όταν της έλεγε ότι την έβλεπε κοντά του, εννοούσε σαν τη μικρή του αδελφή, όχι σαν τη γυναίκα των ονείρων του.

Η Κάτια, όμως, ήταν φυσικό να μην το πάρει έτσι. Η καρδούλα της έτρεμε και μόνο στη σκέψη ότι οι δυο τους θα γερνούσαν παρέα, ότι σε μια τόσο μικρή ηλικία είχε καταφέρει να βρει, με τόση ευκολία, τον έρωτά της. Κάθε λεπτό που περνούσαν παρέα, η ιδέα του ότι ήταν γραφτό να ‘ναι μαζί ρίζωνε όλο και περισσότερο στο μυαλό της. Τίποτα και κανείς δεν μπορούσε πια να την πείσει ότι το όραμά της δε θα έβγαινε αληθινό. Ο Αντρέας φαινόταν πράγματι ένα διαμάντι στα μάτια της, κι εκείνη ένιωθε ότι τον είχε ξεχωρίσει απ’ τα κάρβουνα που τόσο καιρό συναναστρεφόταν.

Είχαν περάσει τέσσερις ολόκληροι μήνες απ’ την πρώτη τους συνάντηση. Τα Χριστούγεννα είχαν φύγει για τα καλά κι η Κάτια είχε μείνει με το παράπονο ότι είχε ιδωθεί ελάχιστα με τον Αντρέα μέσα στις γιορτές. Είχε αρχίσει να της δημιουργείται η εντύπωση πως δεν αποτελούσε προτεραιότητα για ‘κείνον, πως στην πραγματικότητα τη χρησιμοποιούσε ως λύση ανάγκης, όταν δεν είχε κάτι άλλο κανονισμένο, ή ως ενισχυτικό της διάθεσής του, όταν τον έπιαναν οι μαύρες του. Μάλιστα, ήταν αρκετά σίγουρη πως εκείνος είχε αντιληφθεί τα αισθήματά της, μετά από μία συζήτηση που είχε με τον φίλο του, τον Πέτρο, στην οποία και της αποκάλυψε πως ο Αντρέας την απέφευγε διότι δεν ένιωθε το ίδιο.

«Όλα γίνονται για κάποιο λόγο» συνέχισε να λέει στον εαυτό της. «Ο λόγος που τον γνώρισα είναι επειδή είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση» έλεγε από μέσα της, κάθε φορά που αμφέβαλλε για αυτήν της την ιδέα.

Μα οι μέρες περνούσαν κι εκείνος ήταν άφαντος. Δεν υπήρχε τρόπος να εξηγήσει την απουσία του, δεν υπήρχε καν τρόπος να εξηγήσει το πώς εκείνος άντεχε μακριά της, ενώ εκείνη μαράζωνε μέρα με την ημέρα. Οι φωνές στο κεφάλι της είχαν αρχίσει να την τρελαίνουν, ψιθυρίζοντάς της όλα εκείνα που δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί, όχι να ακούσει.

Τόσο βασανισμένη ήταν που, όταν τελικά τον είδε στο σχολείο, νευριασμένη έτρεξε προς το μέρος του κι άρχισε να του φωνάζει.

«Δεν έχεις το δικαίωμα να μου το κάνεις αυτό, νόμιζα ότι ήμασταν φίλοι» του είπε δυνατά, κι όλο το προαύλιο γύρισε να την κοιτάξει, μα δεν την ένοιαζε.

«Είμαστε γνωστοί, δεν είμαστε καν φίλοι» απάντησε αυτός. «Μα και φίλοι να ήμασταν, εσύ δεν το βλέπεις έτσι, σωστά;» συνέχισε, κι η Κάτια πάλευε για άλλη μια φορά να μην επιτρέψει στην υγρασία που έδινε μορφή στην απογοήτευσή της να την προδώσει.

«Αυτό δε σε αφορά!» του φώναξε με φωνή που έσπασε.

«Και βέβαια με αφορά. Δεν το αντέχω! Δεν έχω ανάγκη από φίλους, Κάτια, κατάλαβέ το. Ήθελα να γίνεις φίλη μου, όμως, και στο έδειξα όσο καλύτερα μπορούσα. Κι εσύ το πέρασες για έρωτα! Δεν μπορώ να σε έχω φίλη μου αν πρέπει να φιλτράρω καθετί που βγαίνει απ’ το στόμα μου! Αν δεν μπορώ να σου μιλήσω για γκόμενες, καλύτερα να μη σου μιλάω για τίποτα. Ή παίρνεις όλο το πακέτο ή φεύγεις. Και σταμάτα να κλαις, γίνεσαι ρεζίλι» της είπε κοφτά κι έκανε να απομακρυνθεί, αλλά εκείνη τον ακολούθησε.

«Κι όλα αυτά που έλεγες;» του φώναξε μέσα απ’ το κλάμα της.

«Ποια;»

«Για μας. Για το μέλλον μας. Για το πόσο τέλειοι θα ήμασταν μαζί.»

«Πλάκα έκανα. Αλλά εσύ τα πήρες στα σοβαρά, αυτό ήταν το πρόβλημα. Σε παρακαλώ, Κάτια, βρες κάποιον άλλο να ερωτευτείς. Πρέπει να ξεκολλήσεις» της είπε αυστηρά κι εκείνη έμεινε να τον κοιτάει, καθώς χανόταν στο σιωπηλό πλήθος.

Όταν έχεις επενδύσει τον χρόνο σου, την ενέργειά σου, τα συναισθήματά σου σε έναν άνθρωπο, είναι πολύ δύσκολο να τον αφήσεις να φύγει. Κάποιες φορές, όμως, τα εμπόδια που έρχονται στον δρόμο σου είναι για το καλό σου και κάποιες κλωστές πρέπει να κόβονται για να σε αφήσουν να αναπνεύσεις. Τίποτα δεν μπορεί να σβηστεί ή να τελειώσει απότομα, χωρίς να αφήσει ένα παράπονο, μια πικρία, ένα «γιατί» ή έστω μερικές ματαιωμένες προσδοκίες και μια σύγχυση. Μα αν τολμήσεις να σηκώσεις το κεφάλι και να δεις μπροστά, η ζωή θα σου φέρει άλλες χαρές κι ευτυχίες, που δε θα γνώριζες ποτέ αν έμενες κολλημένος σε μι αδιέξοδη για ‘σένα κατάσταση.

Στην Κάτια πήρε βδομάδες να τα συνειδητοποιήσει όλα αυτά. Έβλεπε τον Αντρέα καθημερινά να φλερτάρει με ένα σωρό κορίτσια μπροστά στη μύτη της, κι ένιωθε σαν να της κόβει κάποιος την ανάσα. Όλες οι ώρες που αφιέρωνε σε εκείνον έμοιαζαν τώρα άχρηστες κι αναρωτιόταν πώς στο καλό τις γέμιζε πριν τον γνωρίσει. Μα το χειρότερο απ’ όλα ήταν εκείνη η θολούρα στο βλέμμα της, που ακόμα δεν την άφηνε να δει κανέναν άλλο όπως έβλεπε εκείνον, κι εκείνη η φωνούλα μέσα της που της ψιθύριζε ξανά και ξανά την ιδέα της ότι ήταν γραφτό να καταλήξουν ζευγάρι, ότι ίσως να μην ήταν ακόμα η στιγμή και πως αργά ή γρήγορα θα κατέληγαν εκεί όπου ανήκαν: μαζί.

Συντάκτης: Ελευθερία Αντωνοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη