Ξημέρωσε άλλο ένα από εκείνα τα καυτά πρωινά του Αυγούστου. Στην οδό Σερρών, στον πέμπτο όροφο, η Αλκυόνη μόλις είχε ξυπνήσει κι απολάμβανε την πρώτη κούπα καφέ στη βεράντα που είχε φτιάξει και διακοσμήσει με τόσο αγάπη και μεράκι.
«Είναι ωραία η Θεσσαλονίκη, τα πρωινά που ο κόσμος κοιμάται», σκέφτηκε ενώ ταυτόχρονα κούμπωνε τη ρόμπα της και πήρε μια βαθιά ανάσα σαν να ήθελε να οξυγονώσει όλο της το είναι. Αφού πότισε και φρόντισε το μικρό της θαύμα, όπως είθισται να αποκαλεί την τιρκουάζ γλάστρα με τα λευκά μπουμπούκια γιασεμιού που στόλιζε τον μικρό της παράδεισο, μπήκε στο χώρο του γραφείου που είχε αφήσει την ηλεκτρονική της ατζέντα.
Μόλις αντίκρισε τις ημερήσιες υποχρεώσεις που είχε να φέρει εις πέρας, ένιωσε την ανάγκη να βρει προσωρινό καταφύγιο στο ντους. Πάντα πίστευε πως το νερό ανάμεσα στις πολλές μαγικές ιδιότητες είχε και τη δύναμη να διώχνει το άγχος της μακριά. Κι εκείνη τη στιγμή, ένιωθε το στρες να την κυριεύει.
Παρ’ όλο που αγαπούσε τη δουλειά της κι ήταν κάτι που την γέμιζε, τελευταία ένιωθε κουρασμένη, οριακά εξουθενωμένη. Λίγο τα σχέδια μιας νεοσύστατης πολυκατοικίας που είχε να παραδώσει σε συγκεκριμένο χρόνο, λίγο η έξοδός της από μια αδιέξοδη κι αρρωστημένη σχέση, ένιωθε να χάνει τον εαυτό της μέσα στη ρουτίνα και τους γρήγορους ρυθμούς της ζωής που η ίδια είχε επιλέξει. Ήθελε να ξεσκάσει, να ταξιδέψει και να περάσει μερικές στιγμές χαλάρωσης μακριά απ’ τη βαβούρα και την πίεση.
Το αποφάσισε! Σε μια βδομάδα, που θα παρέδιδε το έργο που είχε αναλάβει ως βασικό και κύριο στέλεχος, θα έφτιαχνε τη βαλίτσα της και θα πήγαινε στην ιδιαίτερη πατρίδα της. Έκλεισε εισιτήρια online κι από εκείνη τη στιγμή ανυπομονούσε για την ώρα που θα βρισκόταν στις ακρογιαλιές που μεγάλωσε κι έζησε την παιδική κι εφηβική της ζωή.
Πάνε χρόνια από τότε που περπάτησε στα στενάκια του νησιού και χάρηκε εκείνες τις μοναδικές γεύσεις και μυρωδιές που αναβλύζει η Κέρκυρα τα καλοκαίρια. Από τότε που έφυγε για να σπουδάσει και να αφήσει πίσω της ό,τι την πλήγωνε και την κρατούσε μακριά απ’ τα όνειρά της.
Η πολυπόθητη μέρα έφτασε. Ξύπνησε νωρίς και μάλιστα πριν απ’ το ξυπνητήρι, δείγμα πως ανυπομονούσε. Τοποθέτησε στη βαλίτσα φορέματα, κυρίως άσπρα που ήταν το αγαπημένο της χρώμα, μαγιό, μερικά βιβλία για συντροφιά κι ένα καπέλο ψάθινο για το μυστήριο, μα κυρίως για να την προστατεύει. Διανύοντας την τέταρτη δεκαετία της ζωής της αποφάσισε να είναι πιο περιποιητική με τον εαυτό της.
Έκλεισε πίσω της την πόρτα με ανακούφιση και με ελαφρά βήματα κατέβηκε τα σκαλιά ενώ πρώτα έβαλε τη βαλίτσα στο ασανσέρ, η ίδια σπάνια το χρησιμοποιούσε, το θεωρούσε χάσιμο χρόνο κι ενέργειας. Στην είσοδο της πολυκατοικίας την περίμενε η φίλη και συνεργάτης της, η Εύα.
-«Έτοιμη;», ρώτησε η τελευταία.
-«Πιο έτοιμη δε γίνεται! Είσαι σίγουρη πως δε θέλεις να έρθεις μαζί μου;», επέμεινε η Αλκυόνη, αν και κατά βάθος προτιμούσε να πραγματοποιήσει μόνη της εκείνο το ταξίδι.
-«Ναι, κορίτσι μου. Πήγαινε εσύ κι αν χρειαστείς κάτι, πετάγομαι να βοηθήσω», είπε περιπαικτικά η Εύα.
Στη διαδρομή η Εύα έκανε ένα επείγον τηλεφώνημα κι η Αλκυόνη βρήκε ευκαιρία να αναπολήσει, να φέρει στο προσκήνιο αναμνήσεις που είχε κλείσει μια για πάντα στο χρονοντούλαπο του μυαλού της. Προσπάθησε να φιλτράρει τις αναμνήσεις που ξεπηδούσαν η μια μετά την άλλη. Ήθελε να θυμηθεί τα καλά κομμάτια του παρελθόντος, εκείνα που την γέμιζαν και την ολοκλήρωναν ως προσωπικότητα.
Θυμήθηκε τότε που ήταν παιδί κι αλώνιζε στα σοκάκια με τους φίλους της και τις γιαγιάδες να τους τρατάρουν γλυκά και σοκολάτες. Τις εξερευνήσεις με την παρέα και τα βραδινά μπάνια στην κοντινή παραλία της περιοχής της. Τα αμέτρητα παγωτά που έτρωγε και τα πρώτα φιλιά που έδωσε, εκεί στο Λιστόν, με τον πρώτο εφηβικό της έρωτα, τον Μίλτο. Ο Μίλτος…
«Τι τον θυμήθηκα τώρα αυτόν; Όχι, δε θα μου καταστρέψει τις διακοπές μου. Περασμένα μεν, ξεχασμένα όχι».
-«Ε, καλέ ακούς; Γη καλεί Αλκυόνη».
-«Μη φωνάζεις, καλέ, εδώ είμαι ακούω. Απλά κάτι σκεφτόμουν», δικαιολογήθηκε η Αλκυόνη.
-«Άσε τις σκέψεις και κατέβα αν δε θες να χάσεις την πτήση! Να περάσεις καταπληκτικά, να το χαρείς κι ό,τι θες ξέρεις πού θα με βρεις».
Η Αλκυόνη έδωσε ένα φιλί και μια ζεστή αγκαλιά στη φίλη της, έκλεισε την πόρτα και κατευθύνθηκε προς την πύλη αναχώρησης. Τα συναισθήματά της γίνονταν ανάμεικτα όσο πλησίαζε. Είχε ξεχάσει την παράμετρο που άκουγε στο όνομα «Μίλτος» και τώρα το μυαλό της αναπαρήγαγε τα σφάλματα του παρελθόντος και την έκαναν να νιώθει δυσφορία.
Ίσως έπρεπε να αλλάξει προορισμό, έστω και τελευταία στιγμή να διάλεγε μια πτήση για κάποιο άλλο αεροδρόμιο της χώρας. Ήταν όμως αργά, είχε ήδη δώσει την ταυτότητα και το εισιτήριο στην υπεύθυνη της αεροπορικής εταιρίας.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη