Διάβασε το Μέρος Β’ εδώ.

Ο Μίλτος άπλωσε το χέρι του σε μια προσπάθεια χειραψίας κι η Αλκυόνη πρόβαλε δειλά το δικό της. Ένιωσε όλο της το κορμί να σφίγγεται στο απότομο σφίξιμο της παλάμης της από εκείνον. Αισθάνθηκε να τη διαπερνά ρεύμα και τραβήχτηκε απότομα πίσω. Εκείνος, κάπως αμήχανα, χαμογέλασε κι έστριψε το κεφάλι του αλλού. Η Εύα κάρφωσε το βλέμμα της πάνω του κι ένιωθες πως τα μάτια της πέταγαν μαχαίρια.

«Λοιπόν, πέρασε η ώρα δε νομίζεις; Ώρα να πηγαίνουμε, Αλκυόνη», είπε κι έπιασε το χέρι της Αλκυόνης, που είχε με μείνει στήλη άλατος και το βλέμμα της είχε καρφωθεί στο ρυθμικό κυματισμό της βάρκας που έπλεε δεμένη μπροστά τους.

Η Αλκυόνη έμεινε αμίλητη σε όλη τη διαδρομή μέχρι την επιστροφή στο σπίτι. Ένιωσε λυτρωμένη που η Εύα την έβγαλε απ’ την άβολη και δύσκολη θέση. Επιπλέον, η Εύα δεν ήθελε να χαλάσει αυτή την ησυχία και προτίμησε να την αφήσει χαμένη στις σκέψεις της. Ήξερε πώς ένιωθε η Αλκυόνη, αφού όλα τα είχαν πέρασαν μαζί. Κλάμα, υστερίες, ψέματα, επισκέψεις σε ψυχολόγους.

Απ’ το μεσημέρι μέχρι νωρίς το απόγευμα η Αλκυόνη έμεινε στην αυλή του σπιτιού, καθισμένη σε εκείνο το κούτσουρο κάτω από τη βουκαμβίλια. Η τρικυμία που ερχόταν κατά πάνω της την έκανε να νιώθει αδύναμα τα πόδια της. Πώς γινόταν να τα έχει αφήσει πίσω της όλα αυτά, να έχει αλλάξει ζωή και καθημερινότητα και ξαφνικά με ένα άγγιγμά του να νιώθει ξανά όπως τότε; Τότε που τα χέρια του, στο όνομα της αγάπης που δήλωνε για εκείνη, άγγιζαν με μανία το σώμα της.

Όλα είχαν ξεκινήσει από ένα μικρό επεισόδιο ζήλιας που ο Μίλτος ξεκίνησε προφασιζόμενος πως η επικοινωνία που είχε η Αλκυόνη με ένα συμμαθητή της –στο πλαίσιο μιας άσκησης στο σχολείο– ήταν παραπάνω από φιλική. Η σχέση της με το Μίλτο μετρούσε κάτι μήνες. Μήνες γεμάτοι ρομαντισμό, αγάπη, πλατωνικό έρωτα. Μέχρι που έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα σημάδια βίας. Εκείνη δεν είχε πει τίποτα σε κανέναν. Καλά-καλά δεν το παραδεχόταν στον εαυτό της πως η πρώτη της αγάπη, χειροδίκησε απέναντί της. Με τον καιρό οι αντιδράσεις του πολλαπλασιάστηκαν και γίνονταν εντονότερες. Την αραιή σωματική βία ακολούθησε η συχνή λεκτική κι ο συνδυασμός αυτών των δυο έκανε την Αλκυόνη να πονά όλο και πιο πολύ.

Στη μνήμη της είχαν αποτυπωθεί εκείνα τα δυο μαύρα κουμπιά που είχε στο πρόσωπό του ο Μίλτος. Τα κοίταζε και δεν πίστευε πως εκείνες οι μαύρες τρύπες που ερωτεύτηκε, γίνονταν άγριες φουρτουνιασμένες θάλασσες και την έπνιγαν. Όταν πια πήρε την απόφαση να μιλήσει και να ζητήσει βοήθεια, προτίμησε να το κάνει απ’ την Εύα. Δεν ήθελε να μπλέξει τους γονείς και κυρίως δεν ήθελε να τους στενοχωρήσει.

«Τι τα θέλω και τα θυμάμαι ξανά όλα αυτά;», είπε σκαλίζοντας ένα μικρό παρτέρι. «Καλά είχαν μείνει τόσα χρόνια κλειδωμένα εκεί που τους αξίζει!».

Τις σκέψεις της διέκοψε ο κυρ Αριστείδης.

-«Μπουγαρίνι μου, στο τηλέφωνο σε ζητάνε!»

-«Ποιος είναι, βρε μπαμπά μου; Αν είναι από Θεσσαλονίκη, δε θέλω να μιλήσω σε κανέναν! Είμαι διακοπές», είπε η Αλκυόνη ενώ ταυτόχρονα κόντευε να ποτίσει μέχρι και τα λουλούδια της γειτόνισσας. Ήθελε να ξεχάσει  το γεγονός πως ο Μίλτος είχε το θράσος να την ακουμπήσει, έστω και μετά από τόσα χρόνια απουσίας της. Κι εννοούσε ψυχικά, γιατί σωματικά είχε πλέον πάψει να αντιδρά σε δικά του ερεθίσματα.

-«Η Εύα είναι! Αναρωτιέται αν μπορεί να περάσει από εδώ», φώναξε ο κυρ Αριστείδης από το βάθος της κουζίνας.

Λίγη ώρα και μερικά ποτίσματα αργότερα, η Εύα έκανε την εμφάνισή της δειλά-δειλά στην αυλή. Ήξερε πως τα πράγματα ήταν κάπως περίεργα κι ενδεχομένως η Αλκυόνη να ήθελε να μείνει μόνη, όμως, δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να αφήσει τη φίλη της.

-«Καλώς την! Έχει σήμερα πανηγύρι στη κεντρική πλατεία, τι λες; Πάμε;».

-«Ε, ξέρω εγώ; Έχεις όρεξη;», ρώτησε έκπληκτη η Εύα, που έβλεπε την Αλκυόνη να αντιδρά σαν να μην έχει συμβεί τίποτα.

-«Κι αν δεν έχω, θα τη βρω! Ετοιμάζομαι και πάμε. Ευκαιρία να δω κι όλους όσους δεν έχω προλάβει».

Μετά από ώρα, βρέθηκαν στην πλατεία να πίνουν μπίρες, με ξεχασμένους φίλους και συμμαθητές απ’ την εποχή του σχολείου. Οι περισσότεροι είχαν φτιάξει οικογένειες και ζούσαν μακριά απ’ την Κέρκυρα. Είχαν έρθει για διακοπές στο νησί και για να γνωρίσουν στα παιδιά τους τα έθιμά τους.

Κάπου εκεί στο πλήθος και μετά από αρκετές ώρες, η Αλκυόνη εντόπισε τον Μίλτο, να κάθεται με μια παρέα και να πίνουν. Παρέμεινε ψύχραιμη και συνέχισε να μιλά με τους υπόλοιπους της παρέας. Κάποια στιγμή εκείνος πλησίασε αθόρυβα, όπως έκανε πάντα και κάθισε δίπλα της.

-«Λοιπόν, δεν πρόλαβα να σε ρωτήσω, πώς περνάς; Έμαθα μένεις μόνιμα Θεσσαλονίκη κι έχεις αφοσιωθεί στην καριέρα σου».

-«Καλά στα μετέφεραν οι πηγές σου», είπε κοφτά η Αλκυόνη. «Θα ήταν προτιμότερο, βέβαια, να μην ασχολείσαι».

-«Αλκυόνη, πάνε τόσα χρόνια που έχω να σε δω κι αν έγιναν σφάλματα στο παρελθόν, θα πρέπει να τα ξεχάσεις».

-«Εύκολο να το λες!», είπε με φωνή νευρική η Αλκυόνη και μετακινήθηκε απ’ τη θέση της.

Ο Μίλτος έκανε να την ακολουθήσει. Δεν είχε μάθει στην απόρριψη, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια. Ήθελε να κάνει την Αλκυόνη να τρέχει πίσω του, όπως και τότε.

 

Συντάκτης: Αθηνά Συντυχάκη - Θάνου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη