Κάποτε πληθαίναμε ανά τακτά διαστήματα. Στην αρχή ήμουν εγώ, μετά άρχισαν να ‘ρχονται και οι άλλοι. Διήμερα, τριήμερα, βιαστικές εξορμήσεις, οργανωμένα ταξίδια.

Όλοι μαζί ένα μωσαϊκό. Ένα μωσαϊκό στο ψυγείο.

Κι άλλοτε να τους καμαρώναμε, άλλοτε να στεναχωριόμαστε. Τους αγαπούσαμε. Και τον Αντρέα και τη Βένια. Και τους θέλαμε μαζί.

Εμένα με έβαλαν στην τσέπη τους βιαστικά, όταν έδωσαν δυο δίφραγκα στο παζάρι. Στο παλτό του με κουβαλούσε ο Αντρέας ως την Αθήνα. Μέχρι που πήρα τη σταθερή μου θέση, στο φύλλο του καταψύκτη.

Κάπως έτσι ήρθαν και τα υπόλοιπα κι εγώ απέκτησα παρέα.

Λίγο καιρό μετά, κόλλησε δίπλα μου, εκείνο που απεικόνιζε τη γραφική Αράχωβα. Ήταν στο πρώτο τους ταξίδι. Τους είχε βρει, όπως μου εκμυστηρεύτηκε, κατα τη δίάρκεια της πρώτης ρομαντικής τους βόλτας στα σοκάκια. Εκείνο το παρθενικό ταξίδι. Το βιαστικό.

Οργανώθηκε Παρασκευή πρωί και πραγματοποιήθηκε Παρασκευή απόγευμα, καθώς άφηναν πίσω τους την πρωτεύουσα. Ένα τριήμερο ολόδικό τους. Το πάθος και ο έρωτας σε πρώτο πλάνο.

Κι αμέσως μετά η παρέα άρχισε να μεγαλώνει, όπως και οι ιστορίες.

Ήρθε ο εξωτικός μας! Από τον Άγιο Μαυρίκιο. Τους συνάντησε όταν οι πρωταγωνιστές μας, απολάμβαναν το πικ του έρωτά τους. Γαμήλιο ταξίδι και δε θα ξεχάσουν ποτέ τις αμέριμνες βουτιές, την αλμύρα στα μαλλιά και τα φιλιά τους.

Για κάποιο καιρό ήμασταν ήσυχοι. Ήσυχοι κι ακούνητοι. Στην αγαπημένη, σταθερή μας θέση, να χαζεύουμε τα τρυφερά τετ α τετ και να κολαζόμαστε.

Κι ευτυχώς ο τέταρτος, ήρθε πάνω στην ώρα που είχε αρχίσει να μας κουράζει η ρουτίνα.

Πάνω και στη δική τους ρουτίνα, η Βένια κι ο Αντρέας, ήθελαν μια τονωτική ένεση πολιτισμού και ιστορίας. Ο έρωτας είχε μπει σε δεύτερη μοίρα. Είπαν να καλύψουν τα κενά με ένα ταξίδι, μετά των κουμπάρων, για να μην έρθει η ανία στις συζητήσεις.

Εκεί βρήκαν τον Φερνάντο να χορεύει ρούμπα στην τσάντα κάποιου πλανόδιου μικροπωλητή.

Eίχαν ήδη αρχίσει να απομακρύνονται. Εκείνος με τον κουμπάρο να γυροφέρνουν σε συνέδρια και οι κυρίες να επιδίδονται στην αγαπημένη τους συνήθεια, τα ψώνια. 

Όταν έκλειναν πίσω τους την πόρτα του δωματίου, το κλίμα ήταν φιλικό κι ανάλαφρο. Οι συζητήσεις γέμιζαν με επικαιρότητα και τα απογεύματα με άσκοπες περιπλανήσεις.

Κάπου βαθιά μέσα τους, νοσταλγούσαν τα πρώτα τους ταξίδια, τότε που ο έρωτας ήταν κυρίαρχος κι οδοστρωτήρας.

Κανείς όμως δε μαρτυρούσε το παραμικρό. Σαν μια κρυφή συμφωνία. Μια ομερτά στην όποια, έστω και μια λέξη θα έφερνε τον όλεθρο.

Εκείνος το αποφάσισε. Μόλις γυρίσουν Αθήνα, θα της μιλήσει.

Στην αρχή απορούσαμε. Τόσα χρόνια, μια φορά δεν τους ακούσαμε να μαλώνουν.

Αποκλέιεται να χωρίζουν αυτοί, όχι δε γίνεται.

Ως ο «παλιός» της παρέας κι ως ο τυχερός που είχα τη χαρά να τους συναντήσω στο φουλ του πάθους τους, αρνιόμουν να το αποδεχτώ.

Ακόμη κι όταν ακούσαμε τον Αντρέα, να της λέει ξεκάθαρα ότι πρέπει να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση τους, επιμέναμε να σκεφτόμαστε αισιόδοξα.

Είπαν να κάνουν μια προσπάθεια. Στην αρχή οι οιωνοί ήταν καλοί. Αγκαλιές, φιλιά, χάδια. Συνήθειες των ερωτευμένων επιστρατεύονταν με μαεστρία. Αυτό, ωστόσο, ήταν το κακό. Δεν έπρεπε μα προσπαθούν, έπρεπε να τους βγαίνει αβίαστα.

Ο Αντρεας δεν άντεξε την υποκρισία και ξέσπασε. Ένας ανεξάντλητος καυγάς έκλεψε τον πρωταγωνιστικό ρόλο απο την κατ´ επίφαση ευτυχία. Διαζύγιο. Αυτή ήταν η λύση.

Διαζύγιο, πακετάρισμα, μοίρασμα.

Και ξαφνικά βρίσκονται μπροστά μας τέσσερα μάτια, να διαλέγει ο ένας τι θα πάρει και τι θ’αφήσει στον άλλον.

Μας ξεκολλάει από το ψυγείο η Βένια και μας πετάει στα σκουπίδια.

«Δεν έχουμε κάτι καλό να θυμόμαστε άλλωστε μωρό μου!»

 

 

Συντάκτης: Εύα Αροτσίδου