Εβδομάδα εξομολογήσεων, λοιπόν.
Δε θα έγραφα για εκείνον. Εχθές το βράδυ, όμως, τον είδα τυχαία. Ήταν για αρκετή ώρα ακριβώς από πίσω μου με το αυτοκίνητο. Θα γυρίσω πίσω, λοιπόν, για να σας βάλω στο θέμα.
Πάνε τρία χρόνια από τότε που τον γνώρισα. Βρεθήκαμε σε κοινή παρέα και κολλήσαμε αμέσως. Είχαμε τόσα κοινά να συζητάμε. Απολαμβάναμε την κάθε στιγμή, που ήμασταν μαζί, λες και γνωριζόμασταν χρόνια.
Τον είχα πετύχει, να με κοιτά κάποιες φορές περίεργα. Καλύτερα να πω, σαν ερωτευμένος. Δεν έδωσα σημασία, άλλωστε, δεν ήταν του στυλ μου. Είχε και σοβαρό δεσμό οχτώ ετών, όποτε υπέθεσα, ότι μάλλον ήταν της φαντασίας μου.
Ένα χρόνο μετά, με καλεί να πάμε διακοπές στο χωριό του καλύτερου του φίλου, μαζί με όλη την παρέα. Θα ερχόταν μόνος.
Περάσαμε υπέροχα, σε εκείνες τις διακοπές και οι μέρες πέρασαν σαν νερό. Το τελευταίο μας βράδυ καθόμασταν οι δυο μας και συζητάγαμε περί ανέμων και υδάτων, ώσπου μου λέει, «σε αγαπώ», με αρπάζει και με φιλάει.
Μάλλον και εγώ ήμουν ερωτευμένη μαζί του και δεν το είχα καταλάβει.
Αφού επιστρέψαμε, άρχισαν τα δύσκολα. Κρυφά τηλεφωνήματα, βόλτες σε ασφαλή μέρη, να μην μας δει κανένα μάτι, σαββατοκύριακα ο καθένας σπίτι του.
«Θα χωρίσω», μου επαναλάμβανε συνεχώς και αδιαλείπτως.« Δεν μπορώ ούτε καν να την ακουμπήσω, θέλω να ξυπνάω στην αγκαλιά σου, θέλω να κάνουμε οικογένεια», μου ‘λεγε κι εγώ μες την καψούρα μου, τα πίστευα.
Ναι με αγαπούσε. Με τον δικό του τρόπο. Προσπαθούσε να χωρίσει, πράγματι. Είχαν κάνει συζητήσεις με την κοπέλα του, αλλά τίποτα οριστικό και αμετάκλητο, δεν είχε γίνει.
Και πέρασε ενάμιση χρόνος έτσι.
Ναι τον αγαπούσα. ‘Ηθελα να είμαι μαζί του και θα περίμενα, όσο χρειαζόταν, για να μην τον χάσω.
Με ζήλευε, όμως, αφόρητα. ‘Ηθελε να μην βγαίνω, να μην είμαι κοινωνική, κοινώς να γίνω μια άλλη, για να έχει εκείνος ήσυχο το κεφαλάκι του.
Του έδωσα τελεσίγραφο κι εγώ με τη σειρά μου. Ή χωρίζεις ή τραβάει ο καθένας το δρόμο του. Δεν άντεχα την πίεση του, ενώ εκείνος ανενόχλητος έκανε τη ζωούλα του. Εννοείται πως δεν χώρισε με την άλλη.
Ολα τα είχε αυτός ο άνθρωπος, εκτός από ένα. Την μαγκιά. Φοβόταν, πώς θα το αντιμετώπιζαν οι δικοί του, εκείνη, ο κοινωνικός του περίγυρος και οι κοινές τους παρέες.
Τελικά χωρίσαμε οριστικά, μετά από πολλούς καυγάδες και επανασυνδέσεις. Είχα μπουκώσει, δεν άντεχα να περιμένω να φερθεί σαν άντρας και όχι σαν γυναικούλα.
Πέρασε καιρός να ξεπεράσουμε το ερωτικό κομμάτι. Πονέσαμε πολύ και οι δύο, κλάψαμε, θυμώσαμε, απελπιστήκαμε. Δεν ήταν εύκολο. Πάντα μέσα μου θα βλέπω το σημάδι, που μου άφησε. Αλλά θα το χαϊδεύω, γιατί μου το άφησε εκείνος.
Κρατήσαμε, όμως κάτι. Την φιλία μας. Τουλάχιστον, μέχρι πρώτινος. Μπορεί να μην βγαίναμε, αλλά επικοινωνούσαμε. Λέγαμε τα πάντα ο ένας στον άλλον, απο το πιο σοβαρό μέχρι το πιο αστείο. Ήταν ο φίλος μου.
‘Εμαθε, πως έκανα σοβαρή σχέση. Από τότε απομακρύνθηκε κι έγινε απότομος. Τον πρώτο καιρό τον δικαιολογούσα. Δε με είχε δει να είμαι ευτυχισμένη στην αγκαλιά ενός άλλου άντρα. Εγώ βλέπετε, το είχα συνηθίσει και αποδεχτεί.
Με κάθε αφορμή προσπαθούσε, να τσακωθεί μαζί μου. Η συνέχεια αναμενόμενη. Κόψαμε κάθε επικοινωνία. Γίναμε δυο ξένοι.
Είναι άσχημο αυτό το συναίσθημα. Όταν χάνεις πραγματικούς φίλους, αισθάνεσαι σαν να σε ακρωτηριάζουν. Δεν ξέρω, αν θα ξαναμιλήσουμε ποτέ.
Ξέρω, όμως, πως πάντα θα νοιάζομαι για εκείνον και το ξέρει κι εκείνος καλά. Θέλω να είναι καλά κι ευτυχισμένος, να κάνει την οικογένεια, που τόσο ονειρευόταν.
Τελικά, η ζωή έχει την τάση, να μας φέρνει όχι τους ανθρώπους, που θέλουμε, αλλά εκείνους που πρέπει. Εκείνους, που μπορεί να μην είναι πια στην ζωή μας, αλλά μας δίδαξαν ένα σωρό πράγματα.
Κι έμενα εκείνος μου έδειξε την αγάπη.