Σε ένα τέρμιναλ αεροδρομίου. Εκεί ξεκίνησαν όλα. Επιβάτες και οι δύο σε πτήσεις ανταπόκρισης.

Μια πολύωρη καθυστέρηση στην πτήση τους, τους έκανε να ανταλλάξουν πληροφορίες για την ώρα απογείωσης. Δεν περιορίστηκαν μόνο σε αυτές, όμως.

Η Σοφία και ο Αντρέας ένιωθαν να γνωρίζονται χρόνια. Ένας καφές χαζεύοντας την πίστα συντρόφευε μια κουβέντα που κράτησε τρεις ολόκληρες ώρες. 

Η Σοφία μόλις είχε χωρίσει, ο Αντρέας, έψαχνε την κατάλληλη γυναίκα. 

Ιστορίες ζωής ειπώθηκαν, μυστικά εκμυστηρεύθηκαν και κρυφές πτυχές τους ξεγυμνώθηκαν. Και όλα αυτά σε ένα κλίμα διάχυτου ερωτισμού.

Αυτού του ερωτισμού που δε γνωρίζει από χυδαιότητες. Εκείνου που απολαμβάνει τον προορισμό μεν, αλλά πολύ περισσότερο το ταξίδι.

Έτσι είναι ο έρωτας. Σου παίζει τα φώτα του στις πιο αδιάφορες στιγμές, που εσύ ανάβεις φλας για να κάνεις προσπέραση και μάλιστα από δεξιά.

Τις σκέψεις και τις εκμυστηρεύσεις τους διέκοψε η ανακοίνωση στα μεγάφωνα, πως η πτήση τους για Λονδίνο, αναβάλλεται για το επόμενο πρωί. 

Ως μοναχικοί ταξιδιώτες και οι δυο, αποφάσισαν να περάσουν την μέρα τους μαζί στο Παρίσι.

Άφησαν τα πράγματά τους στο πλησιέστερο ξενοδοχείο και ξεχύθηκαν να απολαύσουν τις ταξιδιωτικές τους στιγμές.

Ένιωθαν σαν παιδιά που κάνουν κοπάνα. Σαν εκείνα τα παράνομα ζευγαράκια που ρουφάνε με όλο τους το «είναι» τις λιγοστές τους ώρες.

Αγκαλιές, φιλιά, χάδια ζητούσαν ανταπόκριση σε έναν έρωτα με ημερομηνία λήξης.

Ο Αντρέας ζούσε μόνιμα στο Λονδίνο και η Σοφία θα πήγαινε σε τρεις μήνες για μεταπτυχιακό την Αμερική.

Καμία ελπίδα, καμία έξοδος κινδύνου. Ίσως αυτό το ανέφικτο του απρόσμενου έρωτά τους, τους έφερε κοντά. Ποιος δεν έχει βάλει το δάχτυλο στην τούρτα ως παιδί ενώ ήξερε οτι θα τ’ακούσει από την  μαμά του;

Ήθελαν να γευτούν κάτι που στο τέλος ήξεραν ότι θα πονούσε, θα τελείωνε και θα άφηνε τα σημάδια του. Όταν πια γύρισαν στο ξενοδοχείο να ξεκουραστούν, το δεύτερο δωμάτιο δε χρησιμοποιήθηκε καν. 

Δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν ο ένας από τον άλλον.

Δέθηκαν με ένα τρόπο ιδιαίτερο. Εκείνον που δεν ικανοποιεί απλά μια βιολογική ανάγκη, αλλά που σε κουμπώνει με τον άλλον τόσο σφιχτά, που νομίζεις οτι δε θα απεγκλωβιστείς ποτέ. 

Ενώ είχε ήδη αρχίσει να ξημερώνει, έκλεισαν για λίγο τα μάτια τους. Το ξυπνητήρι τους ξύπνησε απότομα.

Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά. Ετοιμάστηκαν αθόρυβα. Δεν είχαν κάτι να πουν.  Κάθε εξήγηση και κάθε μελλοντική υπόσχεση, θα τσαλάκωνε τη μαγεία της προηγούμενης νύχτας.

Έφτασαν μηχανικά στο αεροδρόμιο και περίμεναν στο σημείο που γνωρίστηκαν. Επιβιβάστηκαν στο αεροπλάνο αμήχανα, ενώ η πτήση περασε στο λεπτό.

Στο τέρμιναλ του Λονδίνου, έπεσε η αυλαία. Αντάλλαξαν ένα φιλί διαρκείας και γύρισαν τις πλάτες.

Έτσι είναι οι έρωτες. Άλλοι κρατάν χρόνια και άλλοι στιγμές. Άλλοι είναι χλιαροί και άλλοι σε καίνε. Ποτέ δεν ξέρεις την κατάληξή του. Και δεν έχει και τόση σημασία. Σημασία έχει όταν σου τύχει να το ζήσεις ολοκληρωτικά.

Οι μισές δουλειές δε χωράνε σε τέτοιες ιστορίες.

 

Συντάκτης: Εύα Αροτσίδου