Δευτέρα έξι το πρωί. Καθισμένη στην ίδια καρέκλα που απολαμβάνει τον πρωινό της καφέ επι είκοσι εννιά συναπτά έτη. Το κορμί της τυλίγεται, από ενα ξεχειλωμένο νυχτικό σαν εκείνα που φορούσε η μητέρα της και την κορόιδευε.

«Δε θα καταντήσω ποτέ μια νοικοκυρούλα», διατυμπάνιζε.

Πράγματι. Είχε πολλά όνειρα να πραγματοποιήσει.

Δε θα κατέληγε στα αζήτητα το πτυχίο της νομικής. Να αγορεύει στις αίθουσες των δικαστηρίων, ήθελε. Αυτός ήταν ο διακαής της πόθος. Η δημιουργία οικογένειας ήταν κάτι που προς το παρόν θα έβαζε στην κατάψυξη.

Όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια ο Θεός ξεκαρδίζεται στα γέλια.

Τέταρτο έτος ήταν στην σχολή, όταν ο έρωτας της χτυπούσε πεισματικά το κουδούνι. Σαν καλή οικοδέσποινα του εαυτού της, του άνοιξε. Δεν πρόσεξε όμως τον αέρα που ακολουθούσε και θα ανακάτευε την τράπουλα της ζωής της σαν να ήταν ο καλύτερος groom.

Νικόλας, γόνος δικηγορικής οικογένειας, ετών τριάντα δύο.

Η σχέση τους μετρούσε δεκατέσσερις μήνες όταν μια απρογραμμάτιστη εγκυμοσύνη ταρακούνησε το γερό οικοδόμημα της σχέσης τους. Ή γάμος ή χωρισμός ήταν το τελεσίγραφό του.

Τον αγαπούσε πολύ για να τον χάσει. Άλλωστε θα ανέβαλε για ενα χρόνο μόνο το όνειρό της.

Γάμος, παιδί, σπίτι, υποχρεώσεις, δεύτερο παιδί, περισσότερες υποχρεώσεις.

Τα σχέδια για καριέρα και η ζωή που λαχταρούσε, ναυάγησαν. Μαζί ρούφηξε η θάλασσα και ενα κομμάτι της ψυχής της.

Πίνει τη τελευταία γουλιά απο τον κρύο της καφέ χαζεύοντας τις ξεχαρβαλωμένες της παντόφλες.

Σηκώνεται και πάει στο παράθυρο. Της μοιάζει σαν παράθυρο φυλακής. Της δικής της φυλακής.
Τη λατρεύει την οικογένεια της. Θυσίασε την δικιά της ζωή για χάρη της. Θα το επαναλάμβανε με την ίδια ευκολία.

Που είναι όμως η ίδια σε όλη αυτήν την ιστόρια;

Πού είναι τα όνειρά της, η καριέρα που επιθυμούσε;
Σέρνει το κορμί της με δυσκολία στο γραφείο που κρατά φυλαγμένο το πτυχίο της. Το σφίγγει στην αγκαλιά της σαν εικόνισμα. Είναι το ευαγγέλιο της δικιάς της ζωής. Που μόνο καλά νέα δεν έφερε.

Το αποφάσισε. Θα πάρει τη ζωή στα χέρια της. Εξάλλου κανείς δεν την έχει ανάγκη.

Τα παιδιά της μεγάλωσαν, ετοιμάζονται να δημιουργήσουν τις δικές τους οικογένειες και ο άντρα της χαμένος μέσα στα χαρτιά του, ξοδεύει τα βράδια του σε δήθεν επαγγελματικά ραντεβού.

Κοιτάει τη βαλίτσα που χάσκει πάνω στο κρεβάτι της. Ξεκινά και τη φορτώνει με ρούχα. Θα χρειαστεί λίγα. Δε θέλει πολλά, μην της θυμίζουν την προηγούμενη ζωή της..

Το τηλέφωνο χτυπάει. Είναι εκείνος. Της υπενθυμίζει την αποψινή δεξίωση. Συνέρχεται. Που πάει: Τι πάει να κάνει;

Αδειάζει τη βαλίτσα και τακτοποιεί τα ρούχα στην ντουλάπα. Εκεί που ανήκουν. Εκεί δίπλα σε ενα μπαούλο καταχωνιάζει και τον επαναστάτη εαυτό της. Εκεί ανήκει κι αυτός.
Σηκώνει το τηλέφωνο και κλείνει ραντεβού στο κομμωτήριο. Τη χρειάζεται μια ανανέωση κι ας είναι εξωτερική μόνο.

Είναι η γυναίκα που μένει δίπλα σου. Εκείνη που παραδομένη στην πιο παλιά νοοτροπία γίνεται χίλια κομμάτια για όλους. Έβαλε στην άκρη κάθε προσωπική φιλοδοξία και κατέληξε η υπηρέτρια των ονείρων του άντρα της, των παιδιών της, της κοινωνίας.

Καταπιεσμένες γυναίκες που τις καταλαβαίνεις απο την μελαγχολία στο βλέμμα. Όταν τους μιλάς για τα όνειρά σου, νομίζουν οτι καθρεφτίζεται ο ίδιος του ο εαυτός.

Μητέρες που προσπαθούν μέσα από τα παιδιά τους να κάνουν τα δικά τους όνειρα πραγματικότητα και διαιωνίζουν με τη σειρά τους την αφόρητη καταπίεση.

Φταίει η κοινωνία, συνηθίσαμε να λέμε. Όχι. Η κοινωνία απλά συντηρεί την εικόνα της γυναίκας στο σπίτι να ικανοποιεί τους πάντες υπό το φόβο της αλλαγής. Διότι η κοινωνία αρέσκεται και επαναπάευεται στη νόρμα.

Εκείνες φταίνε. Οι ίδιες οι γυναίκες που συμμορφώνονται στα γούστα των άλλων, εγκαταλείποντας παντελώς τα δικά τους.

Αν είσαι τώρα είκοσι, εικοσιπέντε ή τριάντα κι αν αυτή η εικόνα φαντάζει στα μάτια σου μακρινή και ξένη, συμμορφώσου. Είναι πολύ πιο κοντά από όσο νομίζεις. Ούτε διαφέρει πολύ απ’τους δικούς σου μικρούς συμβιβασμούς.

Συμβιβασμοί στα «θέλω» του συντρόφου, στα «πρέπει» των γονέων, στα «απαιτώ» του προϊστάμενου. Κάπως έτσι χτίζεις μόνη σου, το δρόμο σου με αγκάθια. Προτίμησε τα ροδοπέταλα. Ακόμη κι αν ξεφύγει ένα κάποιο αγκαθάκι, θα ξέρεις ότι είναι ολόδικό σου.

Και κυρίως, keep dreaming.

Συντάκτης: Εύα Αροτσίδου