Ντριν, ντριν, ντριν και πάλι ντριν. Το ξυπνητήρι κουδουνίζει ασταμάτητα κι εσύ προσπαθείς να βγάλεις το χέρι από τα σκεπάσματα για να πατήσεις την αναβολή αφύπνισης για έκτη φορά απανωτά.
Κάθε πρωί η ίδια ιστορία, κάθε πρωί το ίδιο βασανιστήριο. Ο σπαστικός ήχος από το ξυπνητήρι να ηχεί στα αυτιά σου δαιμονισμένα κι εσύ να παλεύεις να σηκωθείς από το κρεβάτι που σε παρακαλάει να το κρατήσεις ζεστό.
«Μωρό μου, μη φύγεις, μείνε λίγο ακόμα», το ακούς να σου ψιθυρίζει κι εσύ του απολογείσαι νοερά σαν να είναι ο μεγάλος έρωτάς σου, πως σήμερα δε γίνεται να κάνεις κοπάνα από τη δουλειά για να κερδίσετε λίγα ακόμα τρυφερά ενσταντανέ.
Δειλά-δειλά βγάζεις το ένα χέρι και το μετανιώνεις. Το ξαναβάζεις μέσα και γυρνάς πλευρό. Είναι τόσο ζεστά και χουχουλιάρικα εδώ μέσα, πώς να βγεις από το κουκούλι σου, να μπεις κάτω από το ντουζ, να ετοιμαστείς και να υποστείς τη απίστευτη κίνηση της Κηφισίας;
Α πα πα! Δεν είναι για ‘σένα αυτά. Σκληρές καταστάσεις για δυνατούς παίκτες. Μα τι είδους διαστροφή είναι αυτή που ορίζει πως η δουλειά πρέπει να ξεκινάει αυστηρά στις 9 το πρωί; Αυτός μάλλον που το καθιέρωσε είχε ή αϋπνίες ή σύζυγο ανυπόφορο. Δεν εξηγείται αλλιώς.
Κι εκεί πάνω που έχεις ξανακλείσει τα μάτια να τον πάρεις δέκα λεπτάκια ακόμα, ξάφνου περνάν μπροστά από τα μάτια σου σκηνές εφιαλτικές: προγράμματα, υποχρεώσεις, deadlines. E γαμώ το κερατάκι μου, μονολογείς πρωινιάτικα κι ο ύπνος έγινε καπνός.
Προσπαθείς να βγάλεις το πόδι σιγά-σιγά, κάνεις και λίγο το πάπλωμα στην άκρη. Αφήνεις τον κρύο αέρα να σε συνεφέρει λίγο, αλλά τίποτα. Εσύ εκεί αγαλματάκι ακούνητο στο κρεβάτι. Νιώθεις νοερά κάποιον να σε τραβάει από τα πόδια, ενώ εσύ παράλληλα έχεις γαντζωθεί από το κεφαλάρι.
Τόσα χρόνια τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου. Θυμάσαι τη μαμά σου που σε ξύπναγε από τις έξι και μισή μπας και καταφέρεις και σηκωθείς στις επτά και μισή. Επιστράτευε η καημένη κάθε δυνατό κόλπο· από άνοιγμα πατζουριών, φώτα, τον Αυτιά στη διαπασών να ωρύεται για το συνταξιοδοτικό. Εντάξει, οκ και μόνο η φωνή του Αυτιά, σε τίναζε κι από τον πιο βαθύ ύπνο.
Και να που σηκώθηκες. Παραπατάς με το γατί ανάμεσα στα πόδια σου σαν αναστενάρης σε κάρβουνα, κλωτσάς μπαλάκια, που σου έφερνε μες στον ύπνο σου να παίξετε κι εδέησες να βάλεις καφέ στην καφετιέρα. «Ας καθίσω πέντε λεπτά ακόμα στο κρεβάτι μέχρι να γίνει ο καφές», μονολογείς. Το πεντάλεπτο γίνεται εικοσάλεπτο βαθύ ύπνου. Σηκώνεσαι με βλέμμα έντρομο, βάζεις καφέ στο γατί αντί για νερό, αδυνατείς να βρεις το σωστό κλειδί να ξεκλειδώσεις την πόρτα, κατεβαίνεις από τα σκαλιά εσύ που και στον ημιώροφο ακόμα, παίρνεις ασανσέρ.
Πώς ξυπνάνε μερικοί μέσα στο κέφι και τη χαρά; Σηκώνονται, κάνουν γυμναστική, τρώνε κανονικό πρωινό, στρώνουν κρεβάτι και τους βλέπεις όλο χαμόγελο κι όρεξη. Τι σόι άνθρωποι είναι αυτοί;
Εσύ δεν ανήκεις στην συνομοταξία αυτών που υποστηρίζουν πως μόνο με πρωινό ξύπνημα κερδίζεις όλη τη μέρα. Ώρες για ύπνο να έχουμε κι όλα τα άλλα κάποτε θα γίνουν, σκέφτεσαι δίνοντάς σου παράλληλα άφεση για τη σπαρίλα που σε διακατέχει τα πρωινά. Δεν είναι δα κι έγκλημα να είσαι υπναράς.
Πριν φύγεις έχεις ρίξει ένα βλέμμα απολογητικό στο κρεβάτι σου. Του λες να κρατηθεί ζεστό μέχρι το επόμενο ραντεβού σας, να μη σε ξεχάσει, πως θα σου λείψει. Θα σε περιμένω, σου ψιθυρίζει. Του κλείνεις συνωμοτικά το μάτι και του λες: Δε θ’ αργήσω, σε αγαπώ.
Κολλάς στην κίνηση αναρωτιέσαι πού πάνε όλοι αυτοί. Στα ίδια με ‘σένα απαντάς και θλίβεσαι. Τόσος χαμός για το τίποτα. Δεν είναι η δουλειά που μετράει στη ζωή. Είναι άλλα πράγματα που σε κάνουν να χαμογελάς, που όσες εργατοώρες και να δουλέψεις δεν αγοράζονται με τίποτα.
Επιμέλεια Κειμένου Εύας Αροτσίδου: Πωλίνα Πανέρη