Γνωρίστηκαν με το που πάτησε το πόδι της στο λιμάνι. Είχε να πάει στο Ηράκλειο κοντά ίσα χρόνια και οι παππούδες της, την περίμεναν πώς και πώς.
Ήταν αυτός που την βοήθησε με τις υπέρογκες αποσκευές της.
Μάνος, της συστήθηκε.
Ελένη του απαντά εκείνη και νιώθει τα μάτια του να βυθίζονται στα δικά της. Τόλμησε και ζήτησε το τηλέφωνο της.
Δυο μέρες μετά συναντήθηκαν. Η ανυπομονησία και των δύο, ήταν έκδηλη.
Αδιαμφισβήτητα ήταν έρωτας αυτό που ένιωθαν και οι δυο. Από αυτούς τους παράφορους έρωτες που ξέρεις ότι θα συνεπάρουν τα πάντα στο πέρασμά τους και που γίνονται ουσία της ύπαρξής σου. Εκείνοι όμως τότε, δεν ήξεραν.
Το έκρυβαν για καιρό. Από τη μια η επαρχία με τις νοοτροπίες της, από την άλλη, μια βεντέτα μεταξύ των οικογενειών τους, που βαστούσε χρόνια.
Και οι δύο βρίσκονταν στο Ηράκλειο την προκειμένη στιγμή, κατά τύχη.
Όταν όμως υπάρχουν κρυμμένα μυστικά, έχουν την τάση να εμφανίζονται αδιαφορώντας για τον πόνο και την δυστυχία που θα σπείρουν. Η αλήθεια μπορεί να θριαμβεύει πάντα αλλά δεν σημαίνει ότι φέρνει και την ευτυχία.
Η ιστορία ξεκινά περίπου εξήντα χρόνια πριν, όταν ο προπάππους της Ελένης πυροβόλησε κατα λάθος τον προπάππου του Μάνου σε ενα γάμο καθώς έριχνε μπαλωθιές. Πολλοί είπαν ότι το κακό, ήταν προμελετημένο. Άλλωστε οι ψίθυροι έλεγαν ότι ποτέ δε συγχώρεσε το φίλο του, γιατί παντρεύτηκε το κορίτσι που αγαπούσε εκείνος. Και οι ψίθυροι στο Ηράκλειο, σπανίως λένε ψέματα.
Η απάντηση ήρθε βέβαια άμεσα,αφήνοντας παράλυτο τον αγαπημένο του γιο. Δεν τον σκότωσαν γιατί ήθελαν να τον αφήσουν να βασανίζεται.
Η βεντέτα είναι ιερή.
Η ανατροφή των «αρσενικων», όπως αποκαλούν τους γιους, στηρίζεται πάνω στην ιδέα της εκδίκησης. Καμία θάλασσα δεν είναι τόσο ανοιχτή όσο εκείνης.
Μιας εκδίκησης που μεταλλάσσει τον άνθρωπο σε άγριο θηρίο διψασμένο για αίμα ώστε να ξεπλυθεί η ντροπή που τους στιγμάτισε.
Έτσι ανοίγει ένας ατέρμονος κύκλος αιματηρών αντεκδικήσεων. Τελούνται φόνοι που έχουν κίνητρο την εκδίκηση για έναν άλλο φόνο. Εν ολίγοις, η βεντέτα αποτελεί για τους υποστηρικτές της, έναν κοινωνικό κώδικα που στηρίζεται στην έννοια της τιμής και της προστασίας της κάθε οικογένειας.
Ο Μάνος και η Ελένη λοιπόν, τι σχέση είχαν με όλο αυτό;
Ήταν θύματα μια παρωχημένης παράδοσης που καταλύει κάθε έννοια έννομης δικαιοσύνης ή οι ηθικοί αυτουργοί συντήρησης της;
Όταν αποκαλύφθηκε η ταυτότητα και των δυο και η σχέση τους, τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα.
Τους απαγόρεψαν κάθε επαφή. Ασυνείδητα άρχισαν κι εκείνοι να ‘χουν δεύτερες σκέψεις.
Δεν ήταν μια βεντέτα της πλάκας. Η δική τους, μετρούσε ήδη πολλές δεκαετίες.
Εκείνοι όμως, πείσμωσαν.
Και όπου υπάρχει αγάπη, πάντα βγαίνει στην επιφάνεια. Έτσι παραδοσιακά, σχεδόν όπως επιτάσσουν οι παραδόσεις του, την έκλεψε. Αντρίκια και ξάστερα. Όχι με άλογο και σεντόνια, αλλά με δυο αεροπορικά άνευ επιστροφής για το Λονδίνο.
Είχαν πολλά να ρισκάρουν. Θα ξέκοβαν με τις οικογένειες τους. Και ίσως να ήταν εκείνοι η αφορμή για έναν νέο εκδικητικό κύκλο.
Βάλανε πάνω απ’όλα τις επιθυμίες τους.
Όποιος ήθελε να μοιραστεί την ευτυχία τους θα ήταν καλοδεχούμενος. Όπως και έγινε. Οι δυο οικογένειες μπορεί να μην ήρθαν ποτέ κοντά με την τυπική έννοια των συμπεθεριών, αλλά κήρυξαν αναγκαστική ανακωχή.
Χρόνια μετά δε μετάνιωσαν καθόλου για την επιλογή τους. Αντιθέτως, ένιωθαν περήφανοι. Μπορεί να μην τα ξαναβρήκαν ποτέ με τους γονείς τους, ούτε οι δεύτεροι να γνώρισαν τα εγγόνια τους, είχαν όμως σταματήσει το μίσος. Κι αυτό ήταν κάτι σπουδαίο.