Μου το λέγαν και δεν το πίστευα.

Ο άνθρωπος έχει την τάση να φτιάχνει λαβυρίνθους. Είτε από άγνοια, είτε από σαδισμό. Σημασία όμως έχει ότι τους δημιουργεί είτε έτσι είτε αλλιώς.

Κι αλίμονο. Αντί να ξεφύγω από τα τετριμμένα, είπα να χτίσω κι εγώ τον δικό μου. Κι έκανα μια σχέση χωρίς συναίσθημα.

Ήταν από εκείνες τις φορές που προσπαθώντας να αφήσω πίσω μια αδιέξοδη σχέση, είπα να ακολουθήσω το μίτο της ζωής μου και να κοιτάξω μπροστά. Περηφανευόμουν για τη δύναμη μου και μέσα στο ντελίριο της ανεξαρτησίας μου και τη απόγνωση της μοναξιάς μου, ενώθηκα εις σάρκαν μίαν με έναν περί ου ο λόγος.

Τελικά κουλουβάχατα τα έκανα.

Το συναίσθημα στη σχέση το έψαχνα με τα κιάλια, ενώ το μυαλό μου και η ύπαρξή μου λες και περίμεναν στωικά να δουν πού το πήγαινε ο άλλος μου εαυτός με αυτή την κατάσταση.

Διότι ναι, πρέπει να είμαι διχασμένη προσωπικότητα, δεν εξηγείται αλλιώς. Όταν έχεις μάθει πώς είναι ο έρωτας κι η καψούρα, γιατί τελικά συμβιβάζεσαι σε με μια τέτοια σχέση; Το αγγελάκι και το διαβολάκι μάχονταν πάνω από το κεφάλι μου, αλλά τελικά νικητής δεν νομίζω πως υπήρξε. Μόνο χαμένοι.

Χαμένη στις σκέψεις λοιπόν, χαμένη στη συνήθεια. Γιατί ακόμα κι αν δεν υπάρχει έρωτας, ο χρόνος δημιουργεί ένα δέσιμο, ένα βόλεμα, μια εξάρτηση διπλή. Από την μία είχε γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου, αλλά από την άλλη ζούσα για τη στιγμή που θα λιώνω από έρωτα για κάποιον. Άλλωστε η ζωή χωρίς έρωτα δεν κυλάει εύκολα.

Και να σου πάλι το μονοπάτι που διάλεξα να βγάζει σε ντουβάρι.

Έτσι ένιωθα. Εγκλωβισμένη σε τοίχους που ύψωσα μόνη μου. Και δεν τους γκρέμισα όταν ο κόκκινος συναγερμός χτυπούσε μέσα μου, διότι πολύ απλά στρουθοκαμήλιζα.

Είναι βλέπετε κι αυτός ο ενθουσιασμός στην αρχή. Ήταν κύριος απέναντι μου. Σεβόταν κάθε μου επιθυμία και δεν με άφηνε ποτέ παραπονεμένη. Κι εγώ στην κάψα μου να ερωτευτώ, μπέρδεψα τον ενθουσιασμό με τη καψούρα και έγινα με απόλυτη επιτυχία εκείνο που κορόιδευα: μια συμβιβασμένη γυναικούλα.

Βλέπετε έψαχνα μια ήρεμη, συμβατική σχέση, χωρίς εξάρσεις και καυγάδες. Κι έσκαψα μόνη μου το λάκκο μου.

Άργησα να το συνειδητοποιήσω, αλλά τα κατάφερα. Διότι είναι και εκείνοι οι φίλοι στην αρχή, που σε μακαρίζουν για την τύχη σου και το κελεπούρι που έπεσε στο δρόμο σου.

Τον παρατηρούσα κι εγώ καλύτερα μη τυχόν κι έχω κάνει λάθος. Ναι είχε καλά στοιχεία πάνω του; Κι εξωτερικά καλούλης ήταν. Αλλά δεν άναβε τη φλόγα μέσα μου. Κι αυτό με σκότωνε. Αργά, σταδιακά και βασανιστικά.

Αγάπη υπήρχε. Δεν υπήρχε η αδημονία του έρωτα και η ευφορία της προσμονής. Δεν έτρεμαν τα πόδια μου, δεν καρδιοχτυπούσα, δεν ήμουν δοσμένη στο έπακρο. Μια ευθεία γραμμή η αγάπη έκανε καμπύλη μόνο σε ακραίες ή μεθυσμένες περιπτώσεις. Αλλά αν ο άλλος δεν σε μεθάει από έρωτα και φιλιά, τι να το κάνεις;

Πόσα άδεια βλέμματα να κρύψεις, πόσους οργασμούς να υποκριθείς, πόσο νερό να ρίξεις στο κρασί σου τέλος πάντων;

Φυτοζωούσα δίπλα σε έναν άντρα από φόβο. Έτρεμα μην αποτύχω σε αυτή την σχέση. Όλοι οι φίλοι μου ετοιμάζονταν για κουφέτα και εγώ ακόμα δεν είχα βρει το άλλο μου μισό.

Είναι κι ένα είδος bullying αυτό. Η τριαντάρα που θα μείνει στο ράφι και άλλα τέτοια στερεότυπα σουλάτσαραν στο μυαλό μου και καθόμουν να κλωσάω τα αυγά μου. Η κότα δεν βγήκε τυχαία ως το πιο φοβιτσιάρικο ζώο, σας διαβεβαιώ.

Εμένα με έτρωγε μέσα μου. Κι αντί να μηδενίσω και να ξεκινήσω από την αρχή, είπα να το παλέψω. Πόσο μαζοχισμός με έδερνε (χωρίς παρεξήγηση, Veign) ένα θεός ξέρει.

Και κάπως έτσι έπεσα στην μεγαλύτερη παγίδα στην ιστορία των σχέσεων. Προσπάθησα να τον φέρω στα δικά μου μέτρα και σταθμά με ό,τι αυτό σημαίνει. Από εξωτερική εμφάνιση, συνήθειες, χόμπι, προσωπικότητα.

Κι αυτός ο κακομοίρης πόσο πολύ με ήθελε και τ’ ανεχόταν όλα τα καπρίτσια μου με ιωβηλαία υπομονή. Πρέπει να ‘χε στο μυαλό του το «θα μεγαλώσει και θα στρώσει» αλλά τελικά το άσμα παραπλανά το κοινό.

Γιατί εν τέλει τον ακολούθησα το μίτο μου κι εγώ. Εκείνον το μίτο που σε οδηγεί στην έξοδο και βλέπεις φως.

Κουράστηκα να υποκρίνομαι. Είχα φτάσει στα όρια μου. Τραμπαλιζόμουν ανάμεσα στην αγάπη και το πόνο που θα τον προκαλούσα. Μπορεί να ήμουν η καριόλα της υπόθεσης. Δεν το έκανα όμως ούτε επίτηδες ούτε από κακία. 

Έφυγα γιατί ο έρωτας που θέλω να ζήσω θέλω να είναι απόλυτος, κτητικός και ολοκληρωτικός. Με ημίμετρα δεν επέζησε κανείς.

 

 

Συντάκτης: Εύα Αροτσίδου