Ο δάσκαλός μου της δημιουργικής γραφής έλεγε πως είναι λογοτεχνική στόφα το να παρατηρείς ανθρώπους στα μετρό, στα λεωφορεία και τους δρόμους και να φτιάχνεις την ιστορία πίσω από αυτούς.
Για πολλά χρόνια μέχρι τότε, είχα πειστεί, πως αυτό ήταν βίτσιο της περιέργειάς μου. Μα, περίεργη δεν αποδείχτηκα ποτέ. Ούτε και λογοτέχνης.
Τα «παιδί μου, μην κοιτάς έτσι!», «πώς κοιτάς έτσι τον άνθρωπο;» των φίλων και γνωστών κάθε φορά που κάρφωνα το βλέμμα μου σε κάποιον, δε με πτόησαν στο ελάχιστο.
Είμαι ο stalker της γειτονιάς σας.
Βλέποντάς σας χέρι χέρι να κουβαλάτε τα ψώνια του σούπερ μάρκετ μπορώ να πω πότε και αν σχεδιάζετε να κάνετε παιδιά. Αυτό στην πιο light εκδοχή των ιστοριών μου.
Για πολλά χρόνια υπήρξα απλός παρατηρητής ανθρώπων. Καθόμουν, τους κοίταζα, σκάρωνα ιστορία, έφευγα. Και να πεις πως αυτές τις ιστορίες τις έγραψα, πάει στο καλό. Αλλά εδώ μιλάμε για μεγατόνους ιστοριών που πήγαν στράφι. Και καλά έκαναν.
Μετά από κάποια φεγγάρια, που δεν ήταν και τα καλύτερα της ζωής μου, μια μαγική νεράιδα με έμαθε να μιλάω στους ανθρώπους κι όχι να φτιάχνω ιστορίες – για αγρίους ως επί το πλείστον.
Και άρχισα να μιλάω, να χαμογελάω, να λέω καλημέρες και τώρα τελευταία και καληνύχτες.
Συνειδητοποίησα την ερωτεύσιμη ιδιορρυθμία του καθενός τους. Δε δαγκώνουν, ξέρετε.
Και πάλι σκάρωνα ιστορίες. Από την άλλη όχθη βέβαια. Από αυτές τις ιστορίες που θες να πεις, να φωνάξεις, να καταλάβεις και να καταλάβουν.
Όλα αυτά τα τσιτάτα για ανθρώπους που κάτι αγαπούν, κάτι έχασαν, κάτι φοβούνται και μπλα μπλα μπλα, ισχύουν.
Όχι, δε τους ρώτησα όλους. Αλλά μιλώντας σε αρκετούς, όσους διάλεξα και με διάλεξαν, συνειδητοποίησα πως πολλοί, όπως κι εσύ και εγώ, πίσω από την εικόνα της ευτυχίας και της επιτυχίας, κρύβουν κάτι Γολγοθάδες αχαρτογράφητους.
Πίσω από τα ωραία αστεία, τα αρώματα και τα γέλια, έχουν πιει κάτι απογοητεύσεις με τα όλα τους και κάτι αποτυχίες αποτυχημένες. Έμαθα πως δεν είναι μόνο το δικό μου το μυαλό που δουλεύει τριπλοβάρδιες όλο το 24ωρο, ανασφάλιστο και χωρίς υπερωρίες. Πως υπάρχουν πολλοί σαν κι εμένα, κι εσένα, κι αυτήν, κι αυτόν.
Και κάπου εκεί, αποφάσισα να σταματήσω την κριτική. Δεν έχω γιατί να σου δώσω. Την ένιωσα μέσα μου κορεσμένη.
Έχει άλλη παρηγοριά ο κόσμος όταν ξυπνάς το πρωί και ξέρεις πως δεν είσαι μόνος και ο μόνος. Πως όποιον συναντήσεις στο δρόμο, κάτι κουβαλά μια ζωή ή κάτι κουβάλησε. Πως τα λούκια δεν πέφτουν μονάχα πάνω σου όταν δε βρέχει.
Δε ξέρω αν εσάς σας το έμαθαν στο νηπιαγωγείο, αλλά εγώ στα 24 μου έμαθα να αγαπάω τους ανθρώπους έτσι και να τους θαυμάζω.
Τι περίεργα πλάσματα αυτοί οι άνθρωποι.
Όλοι πρωταθλητές άρσης βαρών και σε κανενός τα χέρια δε βλέπεις ταλκ.
Για τη Νίκη, τον Αντώνη, τη Λουκία και τη Μαρία.