Δεν ξέρω πόσες ώρες της ζωής μου έχω καταναλώσει βλέποντας τον Σταμάτη Κραουνάκη να τραγουδά.
Στα πρώτα δέκα λεπτά της κάθε παράστασης μου ξεφεύγει, είτε χαμηλόφωνα, είτε πιο δυνατά, εξαρτάται από το πού είμαι, ένα «Σταμάτη Κραουνάκη, δε θα σε ξεπεράσω ποτέ».
Για την αιώνια, τη Λίνα τη Νικολακοπούλου, δεν έχω τι να πρωτοδιαλέξω να σας πω. Για τις λίγες πραγματικά φορές που επέλεξε να τραγουδήσει, για τα ποιήματα που έγραψε και γράφει και τραγουδάμε χρόνια τώρα; Για εκείνο τον ασύλληπτο στίχο που συνέλαβε;
Για ποιον από όλους τους στίχους τελικά;
Ήθελα κάποια στιγμή να κάνω μια μνεία σε αυτούς τους δύο, με αφορμή. Αφορμή την καταλυτική δράση της γραφής.
Ο Σταμάτης, κι ας με συγχωρέσετε που δεν τον γνωρίζω προσωπικά και τον λέω με το μικρό του, κάθε φορά που βρίσκεται μπροστά σε ένα πιάνο, μας πετάει με εκείνο το συμπαθητικά τραγουδιστικό θράσος του, την καρδιά μας πάνω στην ουρά.
«Πόσο σ’αγαπώ», να ‘ρχονται οι πρώτες ανατριχίλες κι άμα θέλετε «έπεσε έρωτας κι ανοίξανε μπουκάλια».
Διατείνομαι πως γράφω, αλλά σκατά γράφω.
Γραφή είναι να πετάξεις την καρδιά σου στο πάτωμα, να έρθουν οι άλλοι με λασπωμένες μπότες να σου την λιώσουν και μετά να μοιραστούν τα κομμάτια της.
Να παίρνει ο ένας την αορτή, ο άλλος την δεξιά κοιλία της, άλλος την αριστερή και να την μιλάνε σα δικιά τους καρδιά.
Να βλέπεις και να ακούς στο δρόμο, δικές σου αρτηρίες και βαλβίδες, σε στίχους γραμμένους σε τοίχους, σε ακουστικά τηλεφώνων, σε ραδιόφωνα αυτοκινήτων στα φανάρια της Σταδίου.
Γραφή είναι να μπορείς να μιλήσεις για ήλιους στο δικό σου παντελόνι (και πω πω πω), χωρίς να χρειαστεί να απομακρύνουμε τα παιδιά από τηλεόρασεις και ραδιόφωνα.
Να φέρνεις στα μέτρα σου και στα δικά μας μέτρα, τον έρωτα, το σεξ, την αγανάκτηση και τη χυλόπιτα, τόσο απομυθοποιημένα, ώστε να μπορούμε να τα τραγουδάμε στο αυτοκίνητο για τη δουλειά και να μας φεύγει το πρωινό άχτι.
Γιατί αν δε μας φεύγει το πρωινό το άχτι, στο τέλος θα σκοτωθούμε. Και δεν υπερβάλλω. Θα σκοτωθούμε στ’αλήθεια.
Ο γράφων, πρώτος απ’όλους εκτονώνεται και ύστερα σε καλεί σε πορεία εκτόνωσης.
Εκτόνωση, για εμένα, είναι η πρώτη φάση του να βιώνεις ένα συναίσθημα και να το γνωρίζεις.
Θες να βγεις, να το φωνάξεις, να το τσιρίξεις, να το ζαλίσεις, τόσο ώστε να κορεστεί.
Μετά τον κορεσμό, έρχεται το σβήσιμο. Ο μεταβολισμός του.
Και για εκεί σου έχουμε στίχους.
Γραφή είναι να σε λένε τα πιτσιρίκια Σταμάτη και Λίνα, χωρίς να σου έχουν μιλήσει δευτερόλεπτο από κοντά.
Γραφή είναι να μπαίνεις σε σπίτια, σε κρεβάτια και μαξιλάρια.
Γραφή είναι τα τσαλακωμένα χαρτάκια, τα καταχωνιασμένα στιχάκια στο συρτάρι που τα έδωσες για τραγούδια, επειδή τεμπέλιασες και δεν έγραψες, ενώ ήξερες πως ήταν άσχημα και τελικά έγιναν χρυσά.
Γραφή είναι συκώτια γεμάτα αλκοόλ που ξέρασες το επόμενο πρωί, γιατί ξεκίνησες ένα ήρεμο βράδυ Τετάρτης να ακούς μόνος σου στο σπίτι Κώστα Μακεδόνα. Έτσι. Χωρίς λόγο.
Γραφή είναι τα άτομα που συγχώρεσες πρωί επτά η ώρα, ακούγοντας τα παιδιά που ζωγραφίζουν στον τοίχο.
Οι δράκοι που πέταξες από τον πέμπτο και ορκίζεσαι πως σε βοηθούσε από την άλλη πλευρά -γιατί ήταν βαρύς ο δράκος πανάθεμά τον και του κρατούσε τα πόδια-, ο Παύλος ο Παυλίδης.
Γραφή είναι η αφορμή για την ακατάσχετη λογοδιάρροια που μπορεί να με πιάσει αν αρχίσω να θυμάμαι στίχους και τραγούδια. Που με έπιασε ήδη δηλαδή.
Δεν παραγνωρίζω τη δύναμη της μουσικής, αλλά δεν ξέρω αν θα μου προκαλούσε το ίδιο συναίσθημα με «Τα Καντήλια», η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, αν δεν είχε η μελωδία μέσα ένα θραυσματάκι καρδιάς που ξέφυγε από ηθελημένη σπόντα, έτσι για να με τσιγκλίσει και να αρχίσει πάλι να κυκλοφορεί αίμα στις φλέβες μου.