Τις Κυριακές τα μεσημεροαπογεύματα που ξυπνώ, με μια μεγάλη κούπα καφέ- του οποίου η πρώτη γουλιά είναι λυτρωτική, λες και δεν έχεις ξανά πιεί καφέ-, το φιλοσοφώ.
Γενικώς,μαζεύω εικόνες και μ’αρέσει να τις κάνω ιστορίες.
Εικόνες και λέξεις.
Η φίλη μου η Μαρία, βγήκε εχθές ένα ραντεβού και εκείνος τη φίλησε, κρατώντας της το χέρι αλλά ενώ της είπε θα την πάρει σήμερα για φαγητό, δεν την πήρε ποτέ.
Η φίλη μου η Ιωάννα, ήταν πάλι σκασμένη με τις σπόντες και τις κακίες της νυν του πρώην της και πάλι μας έτρεχε για ποτά, για να πνίξει τον καημό της. Εμείς δεν είχαμε καημό να πνίξουμε, αλλά δε βαριέσαι;
Στο δρόμο είδα μια κοπέλα να σπρώχνει το (μάλλον )αγόρι τη,ς ενώ αυτός της κρατούσε τα χέρια, τα οποία εκείνη είχε σφίξει σε γροθιές. Πόσο τον ήθελε,Θεέ μου!
Κολωνάκι, πέντε το πρωί, ζευγάρι να φιλιέται περιπαθώς έξω από γνωστό μαγαζί, χωρίς να ενδιαφέρεται για τυχόν αδιάκριτα βλέμματα.
Τώρα θα μου πείτε, τι σας τα λέω όλα αυτά;
Εξήγησα όμως πριν, πως μαζεύω εικόνες και τις κάνω ιστορίες.
Αν το καλοσκεφτείτε βέβαια, ολες αυτές οι εικόνες, είναι από μόνες τους ιστορίες.
Ιστορίες που με κέντρισαν σήμερα, για την πιο μεγάλη.
Αυτή η πόλη αγαπάει.
Αυτή η πόλη παθιάζεται και μισεί.
Φωνάζει από έρωτα και κλαίει με ουρλιαχτά.
Πληγώνεται και το πανηγυρίζει.
Ερωτεύεται και γεμίζουμε βεγγαλικά.
Τσακώνεται και σκάνε μολότοφ σε σχήμα καρδιάς.
Σε πιάνει στα πράσα με την ερωμένη σου και σπάει βάζα, μύτες και ψυχές.
Δίνεται, σε πείσμα των καιρών.
Βγαίνει,πίνει,φλερτάρει.
Κρύβεται σε ντουλάπες.Τ
ο μετανιώνει,πέφτει σε κατάθλιψη και μήνες -ή μέρες- μετά, φοράει τα καλά της, τα μαύρα τα στενά της και ξανά προς τη δόξα τραβά.
Ακόμα και το χανγκόβερ της, έχει γοητεία. Γοητεία ζεστού καφέ και μυρωδιάς από αλκοόλ της επόμενης μέρας.
Όσο καλά και να μην είμαι, όταν δω στο δρόμο αγάπη ειλικρινή ή έρωτα, χέρια σφιχτά πιασμένα ή δάχτυλα που ακουμπιούνται διστακτικά, θα σκάσω ένα στραβό δεξί χαμόγελο και θα μου φτιάξει η μέρα.
Θα νιώσω την ψυχή μου μια θέση παραπάνω και θα πάρω μια βαθιά ανάσα, περπατώντας με άλλο βήμα. Αυτό της ελπίδας, που δε χάθηκε ακόμα.
«Όσο υπάρχουν άνθρωποι», λένε.
«Τι να τους κάνεις τους ανθρώπους χωρίς την αγάπη;» θα πω εγώ.
Χωρίς τη σπίθα; Τη φωτιά;
Τα μάτια εκείνα που σκάνε κεραυνούς και αστραπές, λίγο πριν το πρώτο φιλί;
Ωπα! Aυτό είναι έρωτας!
Η φωνή που τρέμει, τα ιδρωμένα χέρια, οι δήθεν άνετες και χιλιοπροβαρισμένες ατάκες του πρώτου ραντεβού, που καταλήγουν σε βατερλό.
Το «Μου’στειλε, μου’στειλε, μου’στειλε!» που τσιρίζεις χοροπηδώντας στο κρεβάτι σου.
Το «Φύγε και έλα αύριο να πάρεις τα πράγματά σου!», τα πράγματά του, που μάζεψες σε μια μαύρη πλαστική σακούλα σκουπιδιών, μαζί πλυμένα κι άπλυτα.
Όπως κι οι αναμνήσεις σας.
Τα πρωινά εκείνα που ξυπνάς μόνη σου, στο διπλό κρεβάτι και συνειδητοποιείς πως θα προτιμούσες να είχες στριμωχτεί λίγο παραπάνω, παρά να είναι κρύα η πλευρά του.
Που ξαφνικά δεν αντέχεις άλλο την ησυχία και την τάξη στο σπίτι.
Πως θέλεις να έχεις έναν φωνακλά, να κυκλοφορεί με το κοντομάνικο βρέξει-χιονίσει, να τρώει στο χέρι χωρίς πιάτο και χαρτοπετσέτα, να δυναμώνει την τηλεόραση στ’αθλητικά, να γκαρίζει σε κάθε γκολ.
Και όλα αυτά για μια μεγάλη αγκαλιά και ένα κοίταγμα στα μάτια.
Από αυτά τα κοιτάγματα τα θανατηφόρα, που στάζουν υποσχέσεις, σιγουριά, γνήσια αγάπη.
Διψάει και μεθάει από συναίσθημα αυτή η πόλη.
Ποτέ δεν είναι αρκετή, ποτέ δεν την χορταίνεις.
Στα πόσα φιλιά να σταματήσεις; Στα πόσα χάδια να μην επιθυμείς το ξένο, απαλό εκείνο δέρμα που σε συνεπαίρνει;
Αγάπη κι έρωτας. Στην Αθήνα, τη δικιά μας.
Μέσα στα σπίτια μας κι έξω απ’αυτά.
Όπου μπορούν να τρυπώσουν. Αρκεί να αφήσεις κι εσύ λιγουλάκι ανοιχτά.
Δεν κάνει δα και τόσο κρύο.