21 Απριλίου 1990.
Μάλλον θα ήσουν φοβισμένη κι έκλαιγες στον θάλαμο των προώρων στο Μητέρα, δεν εξηγείται αλλιώς.
Και μάλλον θα ήμουν κι εγώ, γιατί κλαίω συχνά πυκνά από τότε.
Μάλλον, πάλι, θα είχε δίκιο εκείνη η μαία που σου είπε να μην κλαις γιατί «θα στην βγάλει την ψυχή αυτή εδώ», γιατί στην έβγαλα.
Γενικώς δεν υπήρξα και το πιο εύκολο παιδί. Έπρεπε να πάρω και κάτι από τον μπαμπά μου.
Τσίριζα, φώναζα, έκλαιγα κι απαιτούσα γενικώς. Τέτοιο παιδί ήμουν.
Δεν ξέρω πόσα χρόνια σε σήκωνα απ΄το κρεβάτι για να έρθεις στο δικό μου, ούτε πόσα χρόνια το έκανε κι η Μαριαλένα αυτό.
Ξέρω πως όταν μας έπαιρνε ο ύπνος έφευγες, αλλά δε λέγαμε τίποτα για αυτό, γιατί ο πραγματικός μας ο φόβος δεν ήταν το σκοτάδι, αλλά μη σε χάσουμε.
Με βλέπω στις παιδικές φωτογραφίες.
Δεν υπήρξε άλλο παιδάκι που να είχε τα καλύτερα των καλύτερων.
Τις καλύτερες τούρτες, τα καλύτερα φορέματα, τα καλύτερα παιχνίδια.
Κι ας μην είχες εσύ σαν παιδί ούτε τα μισά από αυτά.
Ίσως αυτό να φταίει, μαμά, για όλα.’
Ότι με μεγάλωσες σαν πριγκίπισσα κι ο κόσμος που βρήκα, ήταν για δράκους.
Πολλές φορές, να ξέρεις, πως κορόιδευα την ευσυγκινησία σου, το ότι έκλαιγες με το παραμικρό, αλλά κι εγώ τέτοια έγινα, μαμά.
Ο μπαμπάς λέει, πως είσαι σα μικρό παιδί.
Εγώ χαίρομαι, που μεγάλωσα με μια μητέρα με καρδιά μικρού παιδιού και αντοχές από ατσάλι, πέτρα και χάλυβα, μαμά.
Δεν ήσουν ποτέ η κουκουβάγια, που βλέπει πιο όμορφα από όλα τα κουκουβαγιόπουλά της.
Καταλαβαίνω από τον τρόπο που με κοιτάς όταν κατεβαίνω τις σκάλες, πως δεν έχω ντυθεί καλά, πως έχω βαφτεί πολύ.
«Βάλε και κάνα φορεματάκι, φόρα και κάνα τακουνάκι».
Δε με μεγάλωσες σαν Μπάρμπι και θα στο χρωστάω για πάντα αυτό.
Δε σε θυμάμαι ποτέ να έχεις αρρωστήσει, μαμά, μάλλον γιατί δεν επιτρεπόταν να αρρωστήσεις.
Μου λείπεις, μαμά, τώρα που είμαι μακριά σου.
Πολλές φορές κλαίω και θέλω μια αγκαλιά.
Μια από αυτές τις αγκαλιές σου, από τις οποίες πάντα κάνω πως ξεγλιστρώ.
Αν υπάρχει Σχολείο Γονέων και τα παιδιά βαθμολογούν, να ξέρεις πως πήρες δέκα με τόνο και διαγωγή κοσμιοτάτη.
Αλλά το σχολείο αυτό είναι ισόβιο, μαμά. Δε θα αποφοιτήσεις ποτέ.
Θα σε κρατάμε μαμά μας με νύχια και με δόντια.
ΥΓ.1. Ξανά γράφω λοιπόν, τώρα στα 24 μου την Έκθεση της Τρίτης Δημοτικού με θέμα :
«Τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις».
Θέλω να γίνω μητέρα, μια μητέρα σαν τη δική μου μαμά, που όσα έμαθε τα έμαθε κάτω από ακραία καιρικά συναισθηματικά φαινόμενα, πάνω σε κλάματα, ματωμένα γόνατα, σπασμένες μύτες, τετράδια, μολύβια, «άσε με, μπορώ και μόνη μου», «σε μισώ, μαμά», πόρτες που σε κλείνουν απ’έξω με κρότο και τόση υπομονή που δε ξέρω που την αγόρασες σε τόνους, μαμά.
ΥΓ.2. Κλαίω πριν γράψω το κείμενο, όση ώρα το γράφω και κατά πάσα πιθανότητα και πολλή ώρα αφού το γράψω. Μεγάλη κληρονομιά τα δάκρυά σου, μαμά.