Τη λένε Αθανασία.
Μένει τα τελευταία έξι χρόνια, στο διαμέρισμα ακριβώς κάτω από το δικό μου.
Το μόνο που κάποτε άκουσα από το διαμέρισμα αυτό ήταν μια τηλεόραση στη διαπασών ,που δεν την είχε βάλει αυτή, όπως λεπτά αργότερα ήρθε να μου απολογηθεί, με ύφος μόνο ενοχικό, χέρια που αμήχανα έτριβαν το ένα το άλλο και βλέμμα στο πάτωμα.
Ήταν γύρω στα εβδομήντα.
Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο. Με πτυχία, μεταπτυχιακά και διδακτορικά.
Ανύπαντρη. Και ζούσε με τη μητέρα της, κατά πάσα πιθανότητα την τελευταία αιωνιότητα.
Και ήταν μόνη της, πάντα μόνη της, όπως πληροφορήθηκα από τη γειτόνισσα και φίλη μου.
Πληρούσε, επίσης, κάθε κλισέ σχετικό με τις γεροντοκόρες. Ναι, ακόμα και αυτό της λατρείας προς τις γάτες.
Μόνο που δεν είναι γεροντοκόρη, είναι μια γυναίκα που δεν ερωτεύτηκε ποτέ.
Κλασσικό πρώτο παιδί, η παντοτινή Κυρία Τέλεια, πρωτοπόρα για την εποχή της, σπούδασε όσο μπορούσε και έπρεπε να σπουδάσει, έφτιαξε την τέλεια καριέρα και εκεί που είχε φτάσει το χρονικό σημείο να παντρευτεί, τσουπ, αρρωσταίνει η μαμά.
Χήρα χρόνια, με μοναδικό της στήριγμα την Αθανασία.
Νέος στόχος ζωής από τα τριάντα της και μετά: η φροντίδα της άρρωστης μητέρας. Και μόνο.
Κανένα περιθώριο για τίποτε άλλο.
Πανεπιστήμιο, σπίτι, γιατροί και εξετάσεις και φτου κι από την αρχή.
Αυτοσκοπός να κρατηθεί η μητέρα ζωντανή και αξιοπρεπής.
Κάθε φορά που της χτυπάω την πόρτα για το οτιδήποτε, δε μου ανοίγει.
Δεν ανοίγει σε κανέναν.
Βλέπει από το ματάκι, κι έρχεται μετά από λίγη ώρα σε εμένα.
Δε θέλει να δούμε το σπίτι της, τη ζωή της. Το θεωρεί εισβολή.
Έρχεται σε μένα και μου πιάνει την κουβέντα για ώρες. Σε εξαντλητικό βαθμό.
Σε βαθμό να έχω αργήσει σε υποχρεώσεις μου, επειδή μου μιλούσε ακατάπαυστα.
Και δεν της χαλάω ποτέ το χατίρι.
Θα υπομείνω εκεί, στωικά, τις ιστορίες της, τις παρεκβάσεις επί παρεκβάσεών της, όλα τα άσχετα που έχει να μου πει και που φωνάζουν από μακριά «θέλω συντροφιά».
Νιώθω οίκτο, ως επί το πλείστον για αυτήν.
Παράλληλα και μια περιέργεια,όμως.
Μια ασταμάτητη, αδηφάγος περιέργεια, που μια μέρα με ώθησε στην αδιάκριτη ερώτηση: «εσείς,παντρευτήκατε ποτέ;».
Η απάντηση «Όχι, αφού αρρώστησε η μαμά δεν είχα χρόνο για γνωριμίες και γάμους».
«Και πριν αρρωστήσει η μαμά σας;»
«Πριν αρρωστήσει η μαμά, είχα τις σπουδές μου, μην αφήσεις τις σπουδές σου για τίποτα στον κόσμο, έχεις χρόνο για όλα τα άλλα.».
Ωστόσο, ο χρόνος δεν στάθηκε επιεικής μαζί της.
Δεν αναγνωρίζει τις θυσίες που έκανε για τα πρέπει που της επέβαλλαν κοινωνία και οικογένεια.
Μπορεί να τις αναγνωρίζει και να έχει συμβιβαστεί.
Είναι νίκη αυτό; Είναι ήττα; Ποιος θα βρεθεί να την φροντίσει, όπως έκανε αυτή στη μητέρα της;
Νιώθει μόνη της; Γενικώς, νιώθει;
Είμαι πολύ μικρή για να κρίνω έναν άνθρωπο τόσο μεγαλύτερο μου.
Παρόλα αυτά όμως, θεωρώ πως μιλάμε για μια γυναίκα βαρύτατα εγκλωβισμένη στα «πρέπει» ,στην ευθύνη, στα πρότυπα της εποχής της, σε μια κανονικότητα που αποτέλεσε μονόδρομο για εκείνη, σε ένα δίλημμα ατόφια ηθικό.
Σ’ένα παιδί που από σχετικά νεαρή ηλικία έγινε γονιός, νοσοκόμος και στράγγιξε από μέσα του κάθε συναίσθημα και κάθε παρόρμηση, γιατί απλώς, έτσι έπρεπε.
Είναι αυτό που ήμουν κι εγώ και παλεύω με νύχια και με δόντια να αλλάξω: Ένας άνθρωπος που ποτέ δεν έμαθε να φροντίζει τον εαυτό του.
Που έπαιρνε ευχαρίστηση από την επιβεβαίωση, από το χαμόγελο στα πρόσωπα των οικείων του.
Και δεν το θεωρώ κακό, αρκεί αυτό να συνοδεύεται και από ένστικτα αυτοσυντήρησης.
Από διάθεση για ζωή.
Η κυρία Αθανασία μου, ποτέ δεν ερωτεύτηκε, ποτέ δε σκέφτηκε να ερωτευτεί γιατί πάνω από όλα δεν είχε ερωτευτεί η ίδια τον εαυτό της, χαμένη στον στίβο του ανταγωνισμού, του κυνηγιού της επιτυχίας, του καθωσπρεπισμού.
Μια μέρα τώρα τελευταία, την είδα στην αυλή μας να φέρνει τη μητέρα της προς την είσοδο.
Μια μητέρα ανήμπορη τόσο, όσο ένα νεογέννητο, να κοιτάει σα χαμένη, και αυτή εκεί, να την αντιμετωπίζει σα μωρό, και να τη φιλά με τόση αφοσίωση στο μέτωπο.
Αν αυτό δεν είναι αγάπη, τότε δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να είναι.
Ωστόσο, σκέφτηκα, όταν φύγει η μητέρα, για ποιον θα ζει η Αθανασία;
Που θα μοιράζει τα φιλιά της;
Ποιον θα κρατάει απ’το χέρι;
Αφού ποτέ δεν επέτρεψε τον έρωτα, το ξεστράτισμα, το καρδιοχτύπι, να μπούνε στη ζωή της.
Και καθώς όλα αυτά τα σκεφτόμουν και χάζευα το καφέ της φουστάνι, να κατεβαίνει τις σκάλες, μόνο για ένα ήμουν σίγουρη.
Εγώ θα είμαι πάντοτε εδώ, να μου χτυπήσει το κουδούνι, να καθυστερήσω στα ραντεβού μου, να ξεφυσάω από μέσα μου από ανία, αρκεί να ‘χει σε κάποιον να φλυαρεί όσο θέλει.