Σήμερα για εμένα είναι μια πολύ ξεχωριστή ημέρα.

Ξεχωριστή με το δικό της τρόπο.

Σαν σήμερα, ένα χρόνο πριν ,έχασα έναν πολύ καλό φίλο.

Ήταν πολύ καλός φίλος, παρόλο που η φιλία μας μετρούσε μόλις λίγους μήνες.
Δουλεύαμε μαζί.
Ήταν φίλος, δάσκαλος και αδερφός.
Από αυτούς που σε καλύπτουν όταν καθυστερείς, που κάνουν τα στραβά μάτι όταν κάνεις κάτι λάθος, που είναι τόσο πολύ σε διακριτική απόσταση και τόσο κοντά.

Οφείλω λοιπόν στον εαυτό μου κυρίως, αλλά και στη μνήμη του, το εμβόλιμο αυτό κείμενο.

Δεν έκλαψα πολύ στην κηδεία του.

Κλαίω όμως περιστασιακά όταν τον θυμάμαι.
Έτσι, τόσο απλά ανοίγουν οι κάνουλες από τις βρύσες που έχω στα μάτια μου.
Όταν κοιτάω τον μεγάλο μαύρο συνδετήρα του που έχω στο φωτιστικό του γραφείου μου, όταν κοιτώ τα κατακόκκινα γράμματά του στις λύσεις των θεμάτων της εξεταστικής μου, που βλέπαμε μαζί.

Ήταν ένας μπαμπάς για εμένα.
Ένας μπαμπάς τριαντά ενός ετών, που έκανε χαβαλέ, ήταν μέσα σε όλα, ασκούσε κριτική όταν έπρεπε, έλεγε ότι έπρεπε και όπως έπρεπε.

Δε θα πλέξω άλλο το εγκώμιό του, όμως.

Δεν το έχω ανάγκη αυτό.

Θα σας μιλήσω για την οδύνη.

Αυτή που δεν εκφράστηκε ποτέ στον χρόνο της.

Που την υποτίμησες και ήρθε, όπως έρχεται συχνά πυκνά να κάνει αισθητή την παρουσία της στη ζωή σου, όταν δεν έδωσες χώρο στο να τη ζήσεις.

Για τη θλίψη εκείνη, την οποία έκανε πέρα η καθημερινότητα.

Για τα στεγανά του για ποιον πρέπει να κλάψεις πολύ και λίγο.

Για το αν θα παρεξηγηθείς ή όχι.

Για το κλάμα που συσσώρευσες μέσα σου και τώρα που βγαίνει σε κάθε ευκαιρία, αναρωτιέσαι αν πρέπει να δεις ψυχολόγο ή ψυχίατρο.

Την καρδιά σου να δεις.

Εκείνη που παραμερίζεις, που τη βάζεις σε δεύτερη μοίρα, που δεν τα ακούς τα σημάδια της.

Που της απαγορεύεις και επιτρέπεις πράγματα.

Που πήγες στην κηδεία και αρνήθηκες να κλάψεις με λυγμούς γιατί «Τι θα έλεγαν οι άλλοι; Εγώ ούτε χρόνο δεν τον ήξερα.»

Ο αντίλογος εύκολος, μα ποιος σου είπε πως ο χρόνος καθορίζει για ποιον θα κλάψεις, θα χτυπηθείς και θα φωνάξεις;

Και τώρα να, να κλαίς, να φωνάζεις και να χτυπιέσαι γιατί ποτέ δεν έκλαψες πολύ, γιατί δεν έπρεπε.

Πρόσφατα έμαθα πως με το κλάμα αποβάλλεις τις τοξίνες.

Ενώ γνωρίζω την σύσταση των τοξινών, τις φαντάστηκα σαν μικρά κομμάτια της καρδιάς μας που βγάζουμε από τα μάτια μας, που τα αποβάλλει ο εαυτός μας, τόσο κόκκινα κι αόρατα, για να δημιουργήσει νέα.

Γιατί η καρδιά θέλει ανακύκλωση.

Ανακύκλωση και αναδημιουργία.

Έτσι μεγαλώνει κι αντέχει η καρδιά. Με παλιά και καινούρια κομμάτια.

Με κομμάτια που έφυγαν και ξανά γεννήθηκαν.

Κι ο καλός μου ο φίλος, από καρδιά έφυγε.

Δε χρωστούσα στην καρδιά αυτή που σταμάτησε να χτυπάει, μια καρδιά που χτυπάει πιο γρήγορα από το κλάμα, το θυμό και το φόβο;

Μια καρδιά που λυπάται και το δηλώνει;

Ψυχοθεραπευτική η λειτουργία των δακρύων.

Δεν ξέρω το γιατί ούτε και το πώς.

Γνωρίζω όμως με σιγουριά πως όταν αυτά παλεύουν να γλιστρήσουν από τα βλέφαρα σας, πρέπει να τους το κάνετε το χατίρι.

Ειδάλλως θα γίνουν δράκοι, λύκοι και τέρατα.

Που θα έρχονται σε κάθε παραμύθι σας κι εσείς θα αναρωτιέστε για την πνευματική σας υγεία.

Δε θα γράψω το κλισέ «Να κλαίτε».

Όσες φορές και να το γράψω, ακόμα και σαν τιμωρία σε μαυροπίνακα, δε θα κλάψετε επειδή το είπα εγώ.

Θα συμβουλεύσω να έχετε ψυχικά ραντάρ ανοιχτά, γιατί ένας ειδικός επί αυτών των θεμάτων με πληροφόρησε πως αν δεν τα δουλεύεις τα ραντάρ αυτά, μπουκώνουν και μαραίνονται.

Τώρα αν θέλετε μαραμένα και μπουκωμένα τα ραντάρ της ψυχής σας, δε θα γίνετε ποτέ κάποιος σαν τον φίλο που έχασα.

Κάποιος που θα τον θυμούνται και θα τον κλαίνε, ακόμα και όταν παρπέσει στα χέρια τους ένα κομμάτι λευκό χαρτί με κόκκινες καλικατζούρες.

Συντάκτης: Κάλτερ Έγκο