Μια φορά κι έναν καιρό.
Έτσι ξεκινάνε τα παραμύθια.
Καμία φορά και κανέναν καιρό, ή τον κακό τους τον καιρό θα πούμε εμείς, γιατί ακόμα κι αν μας άρεσαν τα παραμύθια όταν ήμασταν μικροί, μόλις συνειδητοποιήσαμε πως δεν υπάρχουν, σπάσαμε τόσο τα μούτρα μας, που μετά δε ξέραμε αν έπρεπε να αγοράσουμε καινούριους καθρέφτες ή μύτες, δόντια και σαγόνια. Ή όλα αυτά μαζί.
Σου συνέβη ποτέ να ζήσεις μια ιστορία, σαν αυτές που συνέβησαν στη φίλη μιας φίλης και να την είπες σε όλους γιατί ήταν αντικειμενικά απίστευτη;
Και να σου συνέβη λοιπόν, υπάρχει η πιθανότητα να μην το ξέρεις γιατί όλοι μας είτε περιμένουμε τη Χολιγουντιανή παραγωγή να είναι η Ιστορία μας, είτε δε δίνουμε βάση σε αυτό που ζούμε.
Χτυπάνε καμπάνες και δεν τις ακούμε.
Καμπάνες είπα; Καμπαναριά εννοούσα.
Φτάνει τώρα με τις εισαγωγές.
Έχω κι ένα άρθρο να γράψω. Κι αυτή τη φορά κατά παραγγελία.
Αν και, ως γνωστόν, δεν παίρνω από διαταγές και δε σηκώνω μύγες στο σπαθί μου.
Γυρνάει λοιπόν χαλαρός και μου λέει «γράψε κάτι για εμάς.»
Είχε προηγηθεί μια συζήτηση πυρηνική βόμβα, ηφαιστειακή λάβα, μετεωρίτης και ωρολογιακή βόμβα.
Και δε μετρήσαμε κανέναν νεκρό.
Γιατί συνεννοηθήκαμε πια.
Η κατάσταση είχε ως εξής:
Ήταν η πρώτη και μακροβιότερη σχέση της ζωής μου.
Και ενώ έπρεπε πέντε και χρόνια μετά, να μισιόμαστε ή να το παίζουμε δυο ξένοι, εξακολουθούμε να βρισκόμαστε. Πάντα κρυφά.
Κατά έναν παράξενο λόγο όμως, θ’αποφύγουμε το κάτι παραπάνω.
Ούτε για την τιμή των όπλων, βρε αδερφέ. Φλώροι σκέτοι.
Τώρα, επιτέλους πια, βρεθήκαμε μ’ένα μαχαίρι βαθιά χωμένο στο κόκκαλο κι ένα «τι θα κάνουμε;»
Πόσες καμπάνες θ’αγνοήσουμε;
Πόσα «μόνο σε σένα μπορώ να τα πω όλα».
Το σοκ το αναθεματισμένο της συνειδητοποίησης του «για δες που’χα κι εγώ έναν άνθρωπο μου στη ζωή μου και δεν το ήξερα.»
Μα,το ήξερα. Απλώς το έδιωξα.
Γιατί τότε μάλλον δεν είχε έρθει η ώρα του και τώρα που ήρθε φοβάσαι και φοβάμαι.
Δεν ξέρω πώς θα πάει και αν θα πάει.
Ξέρω να σου πω, πως βαρέθηκα να μην ακούω τις καμπάνες.
Να μην κλείσεις τα αυτιά σου.
Να μην κλείνετε τα αυτιά σας. Να ακούτε. Να μιλάτε. Να δειλιάζετε χωρίς να δειλιάζετε.
Να φοβάστε. Να φοβάστε πολύ.
Ο καθένας μας έχει έναν άνθρωπό του, σ’αυτή τη ζωή.
Κι ας μην είναι όπως στις ταινίες.
Κι ας μην καταλήξουν μαζί.
Κι ας συναντιούνται κρυφά, λέγοντας ψέματα σε όλους, σαν δεκαπεντάχρονα.
Κι ας χάνονται ξανά για μήνες.
Ο άνθρωπος σου, είναι κάποιος που συνδέεστε μαγικά χωρίς προσπάθεια.
Με μια οικειότητα που εξ’αρχης, σας τρομάζει.
Γεννηθήκατε άγνωστοι και θα πεθάνετε σαν τη μπαταρία με το τηλεκοντρόλ.
Είτε μαζί λειτουργώντας, είτε χωρια,γνωρίζοντας πως ο ένας αποτελεί το λειτουργικό συν στο πλην του άλλου.
Στη σημείωση: Εγώ τα τηλεκοντρόλ μου, τα θέλω να λειτουργούν.