Θα ήθελα πολύ η αρχισυνταξία να μου επιτρέψει για τίτλο του άρθρου αυτού το «Ο εκφυλισμός της αγάπης».
Θα το ήθελα πολύ, αν γενικώς δεν απέφευγα τη λέξη αγάπη.
Απλώς απεχθάνομαι τα κλισέ. Τα κλισέ και τα μελοδράματα.
Τα κλισέ, τα μελοδράματα και τις παρερμηνείες.
Τι κλισέ, Θεέ μου η «αγάπη»!
Δεν είμαι από αυτούς που θα κατηγορήσουν την απελευθέρωση των σεξουαλικών σχέσεων, την εξάλειψη των ταμπού και τα social media για το μίασμα της αγάπης, σύμφωνα πάντα με τα λευκά πόνι.
Τα λευκά πόνι είναι οι θεματοφύλακές της «αγάπης».
Είναι κάτι μικρά αλογάκια που μια πεντηκονταετία περίπου πριν εμφανίστηκαν από το πουθενά, με τις λευκές φουντωντές ουρές τους να ανεμίζουν στον γαλάζιο ουρανό και συνδέθηκαν άμεσα με τη λέξη αυτή. Και με πολλά άλλα. Τα τρανά δεινά του κόσμου τούτου.
Εν πάσει περιπτώσει, δεν ξέρω ποιος θα ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος να μας δώσει έναν ορισμό της και κάποια παραδείγματα, ώστε να μην πέφτουμε σε φάσεις, αντιφάσεις και αναταράξεις.
Τώρα τελευταία τείνω να πιστέψω πως υπάρχουν πολλές αγάπες. Η αγάπη μου, η αγάπη σου, η αγάπη της γάτας μου, η αγάπη του περιπτερά μου και ούτω καθεξής.
Δε θα γράψω ένα ακόμη ηλίθιο άρθρο που θα σας προκαλέσει γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση περί του τι είναι και τι δεν είναι αγάπη.
Εγώ αγαπώ ενίοτε κριτικάροντας και φωνάζοντας και σπάζοντας πράγματα και μαγειρεύοντας τόνους πρασόρυζου και λουκουμάδων και κλείνοντας κινητά και πολλά άλλα. Αλλά, το θέμα δεν είμαι εγώ. Ούτε εσύ.
Είναι το τι με έκανε, μας έκανε, και πιστεύω πως είμαστε πολλοί, να ντρεπόμαστε να προφέρουμε το όνομά της. Γιατί ντρεπόμαστε να προφέρουμε το όνομά της.
Προσωπικά, μέχρι να φτάσω στη σειρά αυτή έκοψα 10 φορές τη λέξη «αγάπη», όχι για λόγους συντακτικούς, αλλά για αισθητικής. Αισθητικής και ντροπής κυρίως.
Μιας αλάνθαστης αισθητικής που προκαλεί εμετό με τα ροζουλί αγαπητερά πιστεύω, με τα ζουζουνιάσματα, τις αναλύσεις επί αναλύσεων για το τι έγινε, πώς έγινε, γιατί έγινε, μ’αγαπά;
Φωνή, θρήνος, ξέσπασμα, τόνοι εγκεφαλικών κυττάρων κατεστραμμένων σε συζητήσεις γυναικείες. Και μετά κλάμα, κακό, ποσότητες σοκολάτας και οικογενειακών παγωτών.
Όλα αυτά μυρίζουν ένα πράγμα από μακριά: Κλάψα. Κλάψα και ένας όρος που έχει ως πρώτο συνθετικό τη λέξη κλάψα και ως δεύτερο τη λέξη που χρησιμοποιούμε για το αιδοίο, στην αργκό.
Δε μου πάει καρδιά να την γράψω τούτη τη λέξη. Ντρέπομαι και για αυτή. Κλάψα και υπερβολή.
Πότε κάποιοι έγιναν σημαιοφόροι της αγάπης; Αρχαιοκάπηλοι της, με την αλαζονεία του «εγώ ξέρω, εγώ νιώθω» και άλλα πολλά που αν τα ανακαλέσω στη μνήμη μου, θα αφήσω το άρθρο αυτό και θα κάνω ιντερνετική έρευνα για επέμβαση αλλαγής φύλου.
Εμμονικό είναι όλο αυτό; Κλισέ; Τάση επιβεβαίωσης; Υπεροχής; Σύμπλεγμα; Τι;
Θα το ρίξω το ανάθεμα στο πασπαρτού, το χρήμα.
Η αγορά της αγάπης είναι μια πολύ κερδοφόρα αγορά. Την αγορά αυτή την έχουν τα λευκά πόνι, που λέγαμε πριν.
Πρώτα ραντεβού, δεύτερα ραντεβού, διακοπές, δώρα, δαχτυλίδια, αγάπες και λουλούδια εξτραβαγκάντ γάμοι, τόνοι ζάχαρης για post break up κατανάλωση σε κάθε μορφή.
Άγιοι Βαλεντίνοι, Άγιοι Μπαμπουίνοι και κάτι τέτοια, καρδούλες βελουτέ σοκολατάκια, sms, mms, εργατοώρες χαμένες σε τηλέφωνα.
Και μετά ο άσσος στο μανίκι, η παγκόσμια κινηματογραφική και μουσική βιομηχανία.
Και να’σου οι ταινίες οι μελό, που ο άλλος ταξίδευε εν μια νυκτί 3 τρισεκατομμύρια μίλια για να τη βρει, και να’σου οι μπαλάντες οι υπαίτιες για τις χαρακίες στις φλέβες μας, πολύ θέλει;
Άσε που σε πολλές από αυτές τις ταινίες και βιντεοκλίπ παίζουν και τα λευκά πόνι!
Πέρα όμως από το χρήμα, τα συμφέροντα και τα σενάρια συνωμοσίας, παραγνωρίσαμε την αγάπη, γιατί δεν είναι εύκολη.
Πιο εύκολη είναι η υποκριτική, η γλωσσοδιάρροια, το ξόδεμα και το παραμύθιασμα.
Αναγάγαμε την αγάπη σε υπερσκοπό, υπερσυμπεριφορά, υπεραγαθό, υπερτελειότητα, υπερβολή!
Η αγάπη έγινε από το φιλί στο μέτωπό σου όταν βλέπεις Μουντιάλ σε ορειβασία στον Όλυμπο με χιόνι, χαλάζι, και καύσωνα ταυτόχρονα.
Υπερβολή παντού.
Η υπερβολή αυτή γεννά πολλές απαιτήσεις.
Απαιτήσεις, στις οποίες ο μέσος άνθρωπος δε μπορεί να ανταποκριθεί, γιατί, ρε παιδί μου αγάπη μπορεί να είναι να σε αγαπώ, αλλά να αγαπώ κι εμένα.
Και δε μπορώ να αγαπώ εμένα, με το να γίνω ο μπάτμαν σου.
Ούτε εσένα σε αγαπώ έτσι.
Απλώς υπερβάλλω, συντονιζόμενος στην τάση των καιρών.
Κι αν δεν το κάνω, ενερεγοποιείται ο δεύτερος μηχανισμός της «αγάπης» η κλάψα.
Κι από εκεί και πέρα ξεκινά ένας φαύλος κύκλος, που με κούρασε μόνο και μόνο η ιδέα του να γράψω την πρώτη λέξη αυτού του ασήκωτου αυτού ανθρώπινου δράματος.
Υπερβολή, εκπλήρωση, «αγάπη». Υπερβολή, μη εκπλήρωση, κλάψα. Αυτοί είναι οι μόνοι δρόμοι.
Και πάλι ο λόγος στα λευκά πόνι.
Κάποτε μια γριά μάγισσα, μου είπε ένα ξόρκι, για να τα κάνεις, λέει, να φεύγουν.
Αγαπάς χωρίς να το λες, κι όταν το νιώθεις, το φυτεύεις σε κάθε έκφανση της ζωής σου, από ένα απλό κοίταγμα των ματιών, μέχρι κι ένα ιδρωμένο χέρι στη χούφτα σου, ανεβαίνοντας σκαλιά.
Αλλά δεν το φωνάζεις.
Και κυρίως, δεν το ταμπελιάζεις, και δεν το γενικεύεις.
Και δεν το υπερβάλλεις, και δεν το ντοπάρεις, και δεν το πλακώνεις.
Έτσι μου είπε μια γριά μάγισσα το 1882, κι από τότε έχω ξεχάσει πώς μοιάζει ένα άσπρο πόνι.