Το κοντέρ μετράει έξι χρόνια.
Όχι, δε θα σου μιλήσω για σχέση ζωής.
Ούτε για μεγάλο έρωτα που δε θα φορέσει τελικά νυφικό.
Θα προσπαθήσω να εξηγήσω και να καταλάβω κι εγώ η ίδια,το τι είναι αυτό που κρατάει μια γυναίκα σε μια «σχέση» που δεν την καλύπτει συναισθηματικά.
Τουναντίον μάλιστα. Την υποβαθμίζει. Και το χειρότερο; Το ξέρει.
Έξι χρόνια λοιπόν.
Όχι συνεχόμενα.
«Σε στυλ να μην ξεχνιόμαστε»,όπως πολύ ωραία τραγούδησε κάποτε ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας .
Από το τραγούδι αυτό θέλω να πάρεις μόνο τον τίτλο και να μην κάνεις περίεργους συνειρμούς με το «είναι θέμα φαντασίας και κατάχρηση εξουσίας η αγάπη σου», γιατί δεν υπήρχε καμία αγάπη για να αποδοθεί μήτε φαντασιακά μήτε και καταχρηστικά.
Η κατάσταση είχε ως εξής: Βρίσκονταν σχεδόν πάντα με δική του πρωτοβουλία, στην αρχή ήταν δοτικός και τρυφερός μαζί της.
Στη συνέχεια προσδοκούσε το προφανές.
Το προφανές μόνο μια φορά είχε λάβει χώρα. Άντε δύο
.Αυτός όμως,εκεί,δεν έπιανε τα vibes της που του’λεγαν «πέρα από το προφανές,υπάρχω κι εγώ,που φαίνομαι πιο πολύ,που σου λάμπω και με σβήνεις».
“Then I’ll huff, and I’ll puff, and I’ll blow your house in.”,όπως ο κακός ο λύκος φυσούσε κι έριχνε το σπίτι που έμεναν τα τρία γουρουνάκια,έτσι φυσούσε και ξεφυσούσε αυτός και την έσβηνε την καημένη, κάθε φορά που του έλαμπε.
Το άσχημο στην υπόθεση αυτή ήταν εκείνη η περίεργη οικειότητα, που υπήρχε ανάμεσά τους.
Ανεξήγητη οικειότητα. Από αυτές που σε κάνουν να πιστεύεις στο κάρμα,στη μοίρα.
Εκείνη, ως γυναίκα,και δη ευαίσθητη, έκανε σενάρια, πως κάποτε ο γλυκός της θα έβαζε μυαλό,πως και τώρα έχει μυαλό,αλλά άντρας είναι, νεαρός μάλιστα,πού να εγκλωβιστεί σε μια σχέση;
Όλη του την συμπεριφορά την απέδιδε στα γνωστά κλισέ που αφορούν στην ηλικία, στη σχέση με τη μητέρα και άλλες τέτοιες μπούρδες που σκαρφιζόμαστε εμείς οι γυναίκες, ενώ η απάντηση ήταν πολύ πιο απλή.
Πρόσθεσε σε αυτή την περίεργη συνειρμική σκέψη της και την αδιευκρίνιστη οικειότητά τους, κυρίως όμως το ότι φορτωνόταν μερίδιο και ‘κεινη για την ατολμία της να ζητήσει κάτι παραπάνω και έχεις ένα πολύ όμορφο θύμα μπροστά σου. Αυτήν.
Οι φίλες της μιλούσαν για σύνδρομα της Στοκχόλμης.
Αυτή λάτρευε περισσότερο από εκείνες, να μιλάει για σύνδρομα.
Λάτρευε την αυτοταπείνωση.
Πάντως όλο αυτό ήταν μια πολύ βολική εξήγηση για όλους.
Ταίριαζε και ο εν λόγω στο προφίλ του κακού παιδιού, έδεσε το γλυκό, και τύφλα να’χει ο Φρόυντ.
Στο δια ταύτα λοιπόν.
Γιατί παρόλα αυτά έμενε;
Βασάνισα το μυαλό μου. Μπήκα στα παπούτσα της κι αναρωτήθηκα.
Εγώ γιατί θα παρέμενα;.
Οι πιο σωστές απαντήσεις στα αισθηματικά είναι οι προφανείς, να το θυμάστε αυτό.
Αυτές που χορεύουν μπροστά στη μύτη σου.
Ήταν ο χρόνος που την κρατούσε. Και δεν εννοώ την εξαετία.
Εννοώ τον χρόνο που αφιέρωνε στο συναίσθημα, για να καταλαγιάσει μέσα της.
Χρόνος που της έσβηνε τη μνήμη, της δημιουργούσε έλλειψή του και την οδηγούσε στο να τον συγχωρεί εντέλει.
Τον χρόνο αυτό δεν τον έδινε η ίδια στον εαυτό της, αλλά η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί.
Το «χανόμαστε,βρισκόμαστε».
Αυτή ήταν η φυσιολογικότητά τους.
Το «χανόμαστε-βρισκόμαστε-σε πληγώνω-πληγώνεσαι;-χανόμαστε» και πάει λέγοντας.
Μετά από κάθε απογοήτευση, ήταν παγωμένη.
Εκείνος χανόταν.
Όταν επέστρεφε ξανά, εκείνη είχε προλάβει να πλέξει στο μυαλό της χίλιες δικαιολογίες.
Και κάθε που τον έβλεπε ξανά, πίστευε πως κάτι σήμαινε. Τίποτα δε σήμαινε.
Δεν είχαν σχέση.
Δεν τον έβλεπε καθημερινά, που από μόνη της η παρουσία του θα της υπενθύμιζε τα λάθη του.
Χανόταν μες στην καθημερινότητα της.
Είχε τη ζωή της, αυτός ποτέ δεν αποτέλεσε κομμάτι της.
Σε μια παρολίγον σχέση, παραλίγο την πλήγωνε, στην ώρα του έφευγε, στην ώρα του γύριζε.
Δέσιμο ακριβώς δεν υπήρχε,αλλά υπήρχε κιόλας.
Μιλάμε για μισά συναισθήματα.
Μισά συναισθήματα, μισές κουβέντες, υποθέσεις, σενάρια.
Και άπειρος χρόνος να τ’αναλύσεις και να πιστέψεις πως «σιγά,δεν ήταν και τίποτα».
Δεν υπήρχε τροφή για να συνεχιστεί το δράμα της. Το όποιο δράμα της.
Επομένως,πίστευε πως δε ζούσε δράμα.
Η ελπίδα πάντα τελευταία πεθαίνει,λένε.
Κάθε φορά που την έχανε, είχε άπλετο χρόνο να την ξανά βρεί.
Και εκεί που η ελπίδα ήταν μία, ερχόταν και σφήνωνε στο μυαλό της και η δεύτερη που γεννιόταν κάθε που εκείνος της χτυπούσε το κουδούνι.
Χάθηκε στην μετάφραση, στις μεγάλες τις προσδοκίες, στις αυτοεκπληρούμενες προφητείες.
Ε, πολύ θέλει μια γυναίκα;