Το απόγευμα στο λεωφορείο, στην Εθνική Οδό, πέφτω πάνω στο «Νύχτωσε νύχτα, νύχτωσε» των αδερφών Κατσιμίχα.
Πάντα μου έκανε κάτι η μουσική αυτού του τραγουδιού.
Θες το απογευματάκι με τον γλυκό τον ήλιο και την ηρεμία, θες ο ραδιοφωνικός παραγωγός που είπε τον τίτλο του άλμπουμ «Όταν σου λέω πορτοκάλι να βγαίνεις», δεν ήθελα και πολύ να τους κάνω τους συνειρμούς μου πάλι.
Που λέτε, έκατσα κι έσπασα το κεφάλι μου, να βρω τι σημαίνει όταν σου λέω πορτοκάλι να βγαίνεις.
Δε μπορεί, κάπου το είχα ακούσει εγώ αυτό.
Α ναι, τότε που ήμασταν παιδιά και παίζαμε κρυφτό και είχαμε συνθηματικά για να ενημερώνουμε τους «κρυμμένους», ότι απομακρύνθηκε αυτός που τα φύλαγε.
Πορτοκάλι, πορτοκάλι, μήλο, μήλο, μήλο!
Και να σου το καρδιοχτύπι, και να σου ο ιδρώτας και να’τα τα ματωμένα τα γόνατα και τα λερωμένα με χώματα χέρια.
Ασυναίσθητα θυμήθηκα τα καλοκαίρια στο χωριό, τότε που μόλις μαζευόμασταν από το παιχνίδι εξαντλημένοι, μας περίμεναν οι τηγανιτές οι πατάτες της γιαγιάς κάτω από την κληματαριά στο τραπέζι που τρώγαμε όλοι μαζί.
Κι ήταν και οι γάτες. Εκείνες οι γάτες, που περνούσαν κάτω απ’την καρέκλα μου και ακουμπούσαν με την ουρά τους τα γόνατα μου. Και τι λαχτάρα έπαιρνα!
Πότε μεγαλώσαμε; Πώς μεγαλώσαμε;
Γιατί μεγαλώσαμε;
Πώς γίνεται να είμαστε είκοσι και να νιώθουμε σαράντα;
Που παρκάραμε την παιδικότητά μας;
Πώς θα την ξεπαρκάρουμε τώρα;
Θέλω τα μεσημέρια, να γυρίζω απ’τη δουλειά, να κάνω μπάνιο στο νιπτήρα τις barbie μου, να κατεβάζω αμάσητα ζαχαρωτά και καραμέλες, να κλέβω στα κρυφά νουτέλα.
Ευτυχώς η ενήλικη φωνή μου, δεν ξέχασε να μου υπενθυμίσει, «Η παιδικότητα δεν είναι επιλογή, είναι όριο. Μέχρι εκεί έχει. Από εκεί και μετά δεν υπάρχει γυρισμός.»
«Μα, τι λες;» την διέκοψα, σχεδόν έντρομη.
Όταν με γαργαλάνε, ακόμα γελάω μέχρι τελικής πτώσεως.
Ποιον κοροϊδεύω, σκέφτηκα; Μόνο που μπήκα στη διαδικασία να σκεφτώ ότι μπορώ να πάρω την παιδικότητά μου πίσω, απέδειξα πόσο πολύ την είχα χάσει.
Την έχασα ανάμεσα σε βιβλία, εξετάσεις, εξωτερικά, εσωτερικά κι επί τα αυτά.
Ανάμεσα σε σ’αγαπώ και να μ’αγαπάς, απογοητεύσεις, αναθαρρήσεις, νέα και παλιά ξεκινήματα.
Προς τι όλη αυτή η μελαγχολία; θα αναρωτιέστε.
Όχι, όχι μελαγχολία. Νοσταλγία.
Θα σηκωθώ από την καρέκλα, κάπου έχω ζελεδάκια στην τσάντα μου.
Αν δεν ένιωθα ακόμα παιδί γιατί τα αγόρασα;
Και την επόμενη φορά που ο φίλος μου θα προσπαθήσει να με πασαλείψει με παγωτό στο πρόσωπο όπως σήμερα το μεσημέρι, θα τον αφήσω να το κάνει.
Τι κι αν λερωθεί το αμάξι, και η μπλούζα και τα μαλλιά; Θα πάρουμε άλλα.
Έτσι έλεγε η γιαγιά όταν χαλούσε κάτι και κλαίγαμε.
Θα πάρουμε άλλα. Αμέ.
Μπορεί στο τέλος με τόσα «άλλα» που θα πάρουμε, να πάρουμε και την παιδικότητά μας πίσω.