Το είχε συνήθειο να αφήνει τον κουβά στο μπαλκόνι. Και ποιος δεν αφήνει τους κουβάδες στα μπαλκόνια θα μου πεις.
Στο σημείο που δεν είχε τέντα και χτυπούσε πιο πολύ ο ήλιος. Εκεί τον άφηνε.
Έμπαινε, έβγαινε στο σπίτι όλη μέρα. Δουλειές, τρεχάματα, υποχρεώσεις, κλάματα. Θέλοντας και μη γίνονται οι ομοιοκαταληξίες.
Ποιος έχει χρόνο για αυτά;
Ας κάνω και μια ταξινόμηση των πραγμάτων για τα οποία επιτρέπεται να πονέσω. Τα ιεραρχούσε, βλέπεις. Και δεν ήταν η μοναδική.
Η χρονοκαθυστέρηση των συναισθημάτων και ιδίως του πόνου, δεν είναι αποκλειστικά προσόν ενός.
Να θυμηθώ λοιπόν να πονέσω:
Για τον παππού που πέθανε. Για τη δουλειά που έχασα. Για τις προθεσμίες που δεν πρόλαβα. Για την κρίση και τα συναφή της. Για τις κουβέντες τις βαριές που μου είπανε.
Τσεκ, τσεκ, τσεκ, τσεκ, τσεκ. Πέντε στα πέντε.
Ο κουβάς βέβαια στο ίδιο σημείο στο μπαλκόνι της. Έμπαινε, έβγαινε μόνο όταν τον χρειαζόταν για να κάνει τη δουλειά του. Και τι άλλο να κάνει ένας κουβάς μέσα σε ένα σπίτι, θα μου πεις.
Το θέμα με τον πόνο που λέγαμε πριν, λοιπόν, είναι πως πλέον έχει γίνει αυτοπεριοριζόμενος. Στην κηδεία που ήθελα να κλάψω πιο πολύ από όλες, δεν έκλαψα. Έκλαιγα μήνες μετά, μόνη μου σαφώς, ώσπου κάποια στιγμή με νόμισα για τρελή.
Ο πόνος. Ναι, αυτός. Πονάει πραγματικά; Εννοώ, εσύ όταν πόνεσες συναισθηματικά, τι ένιωσες;
Τσίμπημα, γδάρσιμο, κάψιμο, τι;
Κι αν δεν πονάει στην πραγματικότητα, γιατί να τον λέμε πόνο; Αν δεν τον αντιληφθώ με κάποια από τις πέντε μου αισθήσεις, είναι μη πόνος;
Κι αντικειμενικά, με τι κάνει να πονέσω; Υπάρχει κάποιος κανονισμός, άγραφος νόμος, κάτι τις για αυτό; Κάποιο εγχειρίδιο ίσως; Μια εγκύκλιος; Όχι,ε;
Κουράστηκα με όλες μου τις ερωτήσεις.
Και αυτή είχε κουραστεί με το πήγαινε έλα του κουβά της. Μέσα έξω στο σπίτι. Μέσα έξω.
Ο ετεροχρονισμένος πόνος είναι πιο δυνατός από τον πραγματικό.
Κουβαλάει μαζί του και τον πόνο, ο οποίος τον προκάλεσε και όλους τους επόμενους.
Οι επόμενοι πόνοι είναι η απάντηση του συναισθηματικού ανοσοποιητικού συστήματος στην αντιβίωση που δεν έπρεπε να πάρει, και στο Ponstan για να του φύγει ο πυρετός, ενώ έπρεπε να ψηθεί. Στους γιατρούς και τα φαρμακεία, που τον έτρεξε για να μην πονέσει. Και δεν πόνεσε.
Αφού για κάτι τέτοια δεν έπρεπε να πονάει.
Και ο πόνος έγινε μια μπάλα χνουδωτή, πολλή μεγάλη, που είχε πολλές χνουδωτές μπαλίτσες μέσα της και ήρθε και θρονιάστηκε στο σαλόνι της και είχε και καλεσμένους.
Και τώρα πώς να κάνεις στην άκρη μια τόσο μεγάλη και φασαριόζα μπάλα από το πάλλευκο και γυαλιστερό σαλόνι σου;
Τρέχεις έντρομη στο μπαλκόνι να πάρεις τον κουβά με την σφουγγαρίστρα σου και σα να σου άνοιξαν τα μάτια, συνειδητοποιείς για πρώτη φορά ότι ο κουβάς σου ξεθώριασε. Και δεν τον είχες αγοράσει πάνω από 2 μήνες.
Ήταν η γιγάντια χνουδωτή μπάλα που είχε εγκατασταθεί προκλητικά στο σαλόνι σου, ήταν ο φόβος, ήταν τι;
Ήταν ο πόνος για όλα όσα παράτησες στο μπαλκόνι, χωρίς τέντα να τα τρώει ο ήλιος.
Για όσα δε σκέφτηκες να αφήσεις κάπου αλλού, γιατί τους κουβάδες μόνο στα μπαλκόνια τους αφήνουμε.
Και τους πόνους τους ταξινομούμε. Και τους αξιολογούμε.
Μόνο που ρισκάρουμε καμιά φορά με το να τα αφήσουμε κάπου αλλού, να τα βρούμε σε κατάσταση χειρότερη από αυτή που περιμέναμε. Αν περιμέναμε.
Ξεθωριασμένα, και ξεχαρβαλωμένα.
Και πάνω από όλα αυτά να κλαίμε κιόλας. Για λίγο λιωμένο πλαστικό και λαχανί που ασπρίζει.
Γιατί όταν ο πόνος δε βιωθεί, δεν τεθεί εκεί που του αξίζει, ψηλά σε μια από τις κοιλίες της καρδιάς σου, σαν τρόπαιο από μάχη ή σαν ντροπή να ανοίξει η γη να σε καταπιεί, τότε γίνεται σάπιο πλαστικό και αλλοιωμένο χρώμα. Ανάξιο να κλάψεις για αυτό τώρα.
Κι όμως κλαις.
Άφησε τους καλεσμένους να βαράνε τα κουδούνια, τη χνουδωτή μπάλα να παίζει με ένα δράκο στο σαλόνι της και έκατσε και έκλαψε δίπλα στον χαλασμένο της κουβά, κάτω από 40 ολοστρόγγυλους βαθμούς Κελσίου.
Ναι, θεωρούσε τον εαυτό της τρελό, αλλά ναι, πλέον ήξερε πως και θέλει να κλαίει για ξεπλυμένους κουβάδες και θα τους βάζει μέσα στο σπίτι της από εδώ και πέρα.
Γιατί, έτσι ήταν αυτή, έτσι ήταν κι ο δικός της ο πόνος.
Κι από εδώ και πέρα θα ήταν και συγχρονισμένος.