«Ωραία αυτά που μου λες, αλλά δε ξέρω αν μπορώ να σε πιστέψω»

Αυτή ήταν η τελευταία φράση μου στην πρώτη κανονική συνεδρία που έκανα στη ζωή μου.

Δε θυμάμαι τι φορούσα, θυμάμαι όμως πώς έφτασα στο γραφείο της.

Φοβισμένη.

Στις πέντε πρώτες κουβέντες που της είπα, ξέσπασα σε κλάματα.

Θεέ μου, κάτι κλάματα!

Βιολογικός καθαρισμός, όπως κάποτε τραγούδησε η Αλεξίου.

Δάκρυα καυτά, δάκρυα ψυχοθεραπευτικά.

Κάθε μια συνεδρία κι από ένα τεντωμένο σκοινί πάνω στο οποίο έπρεπε να ισορροπήσω, ανάμεσα σε λογική, συναίσθημα, συνήθειες, στερεότυπα και πιστεύω.

Κι από κάτω, οι δράκοι μου, να φτύνουν φωτιές.

«Καλό το παραμύθι σου, αλλά δεν έχει δράκο», μου απάντησε σε μια από τις αρκετά επόμενες συνεδρίες μας.

Σε μια άλλη ήρθε και με αγκάλιασε σφιχτά κι όταν μετά από λίγο έφυγα από την αγκαλιά της, κατάλαβα πως για πρώτη φορά, έβαλα όριο στη ζωή μου.

Ακόμη και σε αυτά που χρειάζομαι.

Δεν ξέρω τι γνωρίζεις για την ψυχοθεραπεία.

Δεν ξέρω τι στερεότυπα έχεις και πώς μας βλέπεις όλους εμάς που κάνουμε.

Εγώ για να πειστώ, πέρα από το να κάνω, έπρεπε να διαβάσω και για αυτήν.

Η πρώτη μου επαφή με την ψυχοθεραπεία ήταν στην Αγγλία, όπου ζήτησα από μια πολύ καλή φίλη ψυχολόγο να συζητήσουμε αυτό που με απασχολούσε.

Απαντώντας στις ερωτήσεις της, καταλήξαμε και οι δύο να κλαίμε, με εκείνη να με παροτρύνει να δω επαγγελματία που δεν είναι οικείος μου. Καιρό μετά κατάλαβα το γιατί.

Κάνω κοντά τρία χρόνια ψυχοθεραπεία.

Η ψυχοθεραπεία είναι μαγική.

Δε σου αλλάζει τη ζωή αμέσως και δε αποτελεί πανάκεια.

Αν την πάρεις στα σοβαρά, παίρνεις και τον εαυτό σου στα σοβαρά.

Όμως , με το να σου απαριθμώ τα οφέλη της έτσι ξερά και άχαρα σαν τους «10 λόγους να αλλάξετε τη ζωή σας», δε θα καταφέρω κάτι.

Γεννιόμαστε από δυο γονείς.

Οι δυο αυτοί γονείς, μας μεγαλώνουν δίχως εγχειρίδιο, μαθαίνοντας κυριολεκτικά πάνω σε εμάς.

Προσωπικά, όταν μάθαινα να μαγειρεύω, πολλά από τα πρώτα μου φαγητά και γλυκά δεν τρώγονταν.

Όμως, οι άνθρωποι, δεν είναι παστίτσιο για να πετάξεις το κακό και να φτιάξεις ένα καινούριο από την αρχή.

Ο άνθρωπος «κακό παστίτσιο» θα είναι πάντα ένα «κακό παστίτσιο».

Εκτός κι αν αποφασίσει να το αλλάξει αυτό.

Πάντα, ωστόσο, θα κουβαλάει και τα στοιχεία του κακού παστίτσιου πάνω του.

Μόνο που θα γνωρίζει να τα χρησιμοποιεί προς όφελός τόσο δικό του, όσο αι όσων αγαπάει.

Εγώ, με την ψυχοθεραπεία έμαθα να βρίσκω τη γοητεία σε αυτό. Στο κακό μας παστίτσιο.

Στο ψεγάδι, σε ό,τι δε μας κάνει τέλειους.

Ο τρόπος που σχετιζόμαστε, είναι κάτι που μαθαίνουμε από μόνοι μας, με όσα βιώματα αποκτήσαμε από την οικογένεια, την κοινωνία, τον περίγυρο.

Είσαι λοιπόν σίγουρος πως τα βιώματα αυτά αντικατοπτρίζουν το ποιος πραγματικά είσαι;

Τον τρόπο που βλέπεις τα πράγματα, το πώς θες τη δική σου ζωή;

Η μαμά σε θέλει γιατρό, εσύ την αγάπησες ποτέ σου την Ιατρική ή θα ανοίγεις μια ζωή δυστυχισμένος κοιλιές, μη γνωρίζοντας τι προκαλεί τη δυστυχία σου;

Ακόμα κι αν έγινες γιατρός, μπορείς εν τέλει να μη γίνεις μόνο αυτό. Τον ήξερες αυτόν τον δρόμο;

Η έκφραση συναισθημάτων, απορρέει και πάλι από τον βιωματικό περίγυρο.

Θυμώνεις και νιώθεις θυμό μοναχά ή και κάτι άλλο;

Λυπάσαι μόνο όταν κάτι στενάχωρο συμβαίνει στη ζωή σου ή κι όταν αγχώνεσαι;

Γνωρίζεις πράγματι για το άγχος; Μπορείς να χαρείς για όλα τα καλά που συμβαίνουν στη ζωή σου;

Με τις ενοχές πώς τα πας;

Είσαι σίγουρη πως τον σημερινό εκνευρισμό σου τον προκαλεί η αργοπορία του λεωφορείου ή μήπως που είσαι μόνη και ντρέπεσαι να το παραδεχτείς;

Monkey see, monkey do, λένε.

Όσο κι αν δε σου αρέσει η υστερική φωνή της μάνας σου που πάτησες το φρεσκοσφουγγαρισμένο της πάτωμα, μήπως κι εσύ κάνεις το ίδιο στο φίλο σου;

Κουβαλάς στερεότυπα της μικρής κοινωνίας στην οποία μεγάλωσες;

Ακόμα κι αν τα κατακρίνεις στα μεγαλόφωνα μανιφέστα σου, όταν κάνεις κάτι εκτός ορίων στερεοτυπικών, μήπως τσιγκλιέσαι εντός σου;

«Πω, αυτή έχει πάει με πολλούς», σκέφτεσαι από μέσα σου, κι αλήθεια αναρωτιέσαι από την άλλη μεριά, τι σε αφορά εσένα αυτό.

Είσαι σε όλες τις σχέσεις σου αυτός που πρέπει να είσαι;

Μια γκόμενα χωρίς να γίνεσαι μαμά, μια φίλη χωρίς να γίνεσαι κατίνα, μια αδερφή χωρίς να είσαι μπαμπάς, μια εγγονή δίχως να γίνεσαι γιατρός;

Πώς τα πας με τις αγκαλιές; Με τα φιλιά; Με τα καλά λόγια;

Είναι για περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης ή τα έχεις εντάξει στην καθημερινότητά σου;

Λες αυτό που νιώθεις ή το φιλτράρεις λογικά δημιουργώντας μια διαδρομή μέσω Λαμίας;

Λες «νιώθω ανασφάλεια» στη σχέση μας ή πάλι τα έριξες όλα στην ξανθιά Μπάρμπι που του έκανε like στο facebook;

Ζητάς αυτό που θες; Βασικά, γνωρίζεις αυτό που θες; Ή τουλάχιστον, γνωρίζεις τι δε θες;

Ένα σύντροφο στοργικό, να με αγαπά, να συζητάμε, να περνάμε καλά, να με τραβάει μπροστά ή βρίσκεις πρώτα το σύντροφο κι αφού δε μπορείς να τον κάνεις τέλειο κατ’εσέ, αναθεματίζεις την ώρα και τη στιγμή και βυθίζεσαι στην απογοήτευσή σου;

Μπορείς να πεις όχι; Ή θα κάμψεις τα «θέλω» σου για να τους ευχαριστήσεις όλους;

Ακόμα κι αν απάντησες όλες αυτές τις ερωτήσεις με σιγουριά, μπορείς να πεις μετά βεβαιότητος πως λες αλήθεια στον εαυτό σου; Πόσα πράγματα όταν τα λες δυνατά. πονάνε;

Αυτό είναι για εμένα η ψυχοθεραπεία. Όχι γιατροσόφι, ούτε χάπι.

Είναι ένας προβληματισμός.

Μια διαδρομή. Που άλλοτε με δυσκολεύει, άλλοτε με ρίχνει, άλλοτε με χαροποιεί κι άλλοτε με εκπλήσσει.

Πάντοτε όμως με προβληματίζει. Και με γοητεύει.

Γιατί μέσω αυτής, με έμαθα να με γοητεύει ο άνθρωπος.

Εγώ κι εσύ, κι αυτή κι αυτός.

Και πιο πολύ από τον ίδιο τον άνθρωπο με γοητεύει η συνειδητοποίηση -ένας από τους πολλούς καρπούς της ψυχοθεραπείας μου- πως  όλοι είμαστε φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό, το τόσο φθαρτό και ψεγαδιασμένο, το τόσο ζεστό και γήινο, κυνηγώντας κάθε διαφορετική μέρα της ζωής μας, αυτήν, τη Ζωή, ο καθένας με τα δικά του μέσα, τους δικούς του αγώνες και όλα όσα κουβαλάει στις πλάτες του.

Δε θα ξεχάσω ποτέ το αίσθημα αυτό, κάθε φορά που βγαίνω από το γραφείο της, πως ο ντουνιάς ολόκληρος κρύβει από μια χάρη.

Πως μπορώ αν θέλω να αγαπήσω εμένα κι εσένα και τη γιαγιούλα που περνά τη διάβαση και πως- κι αυτό κρατήστε το για κάτω από το μαξιλάρι τις κρύες νύχτες του χειμώνα- όλοι είμαστε παιδιά από την ίδια στόφα, κι αν καταφέρεις να παρηγορηθείς από αυτό, τότε μόλις ξεκινάς να κερδίζεις τη μάχη.

Την όποια μάχη.

Υ.Γ Αφιερωμένο στην πρώτη υπέροχη γυναίκα που βρέθηκε κοντά μου σε όλο αυτό, την Θ.
Αλλά και στη δεύτερη υπέροχη γυναίκα, που πορευόμαστε όλοι μαζί σε αυτό το μεγάλο και ειλικρινές ταξίδι, τη Δ.

Συντάκτης: Κάλτερ Έγκο