Τα όνειρα μάς βοηθούν να εξελιχτούμε και να γεμίσουμε τη ζωή μας κίνητρα για το λίγο παραπάνω. Δίνουν νόημα στο να φανταστούμε και να τοποθετήσουμε τον εαυτό μας σε ένα ιδεατό σημείο, για να μπορέσουμε μετά να το φτάσουμε. Από μικρή ηλικία ονειρευόμαστε τον καιρό που θα μεγαλώσουμε και θα έχουμε αναπτύξει δεξιότητες, για παράδειγμα, που θα μάς βοηθήσουν να κάνουμε όλα αυτά που δεν μπορούσαμε εκείνη τη στιγμή να κάνουμε. Είναι το σκαλοπάτι προς μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας.
Περνούν τα χρόνια, μεγαλώνουμε σιγά-σιγά κι επιτέλους, φτάνει η ώρα για να κάνουμε τα όνειρα τόσων χρόνων πραγματικότητα. Να φτιάξουμε έναν φάκελο από δικές μας επιτυχίες, δικές μας αστοχίες, αναμνήσεις, παράτολμες κινήσεις και σωστές αποφάσεις. Η ζωή αυτή, όμως, ξεκινάει ή συνεχίζεται περισσότερο εκτός της κύριας κατοικίας των παιδικών μας χρόνων. Η διαδικασία αυτή, μπορεί να ξεκινήσει σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής μας. Συνήθως γίνεται όταν νιώθουμε έτοιμοι ή όταν δεν αντέχουμε άλλο, από συγκυρία ή από επιλογή. Σε αρκετούς έχει συμβεί η στιγμή του «θέλω να ζήσω», με όποιο τίμημα έρχεται μετά. Ο δρόμος δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, αλλά θέλουμε να πάρουμε τα δικά μας ρίσκα.
Για να «ξεφύγουμε» και να πάμε μπροστά πολλές φορές θέλουμε ή αναγκαζόμαστε να αλλάξουμε πόλη, χώρα. Εκεί ξεκινάει το δικό μας όνειρο. Φτιάχνουμε τη ζωή μας. Αλλάζουμε. Ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας και τον πλάθουμε με τρόπο που να αντιπροσωπεύει τα πιστεύω μας, τις ανάγκες μας.Ίσως και να τα αντρέψει εντελώς, οδηγώντας προς εντελώς νέες προοπτικές.
Κάπως έτσι μοιραζόμαστε στα δύο. Παλιά ζωή και νέα. Παλιές συνήθειες και νέες. Το παρελθόν και το μέλλον. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ό,τι ζήσαμε, αλλά θέλουμε να φτιάξουμε κάτι καινούριο. Υπάρχει, όμως ο μόνιμος φόβος πως κάποια στιγμή όλα όσα χτίσουμε, θα πρέπει να τα αφήσουμε πίσω για να γυρίσουμε πάλι στην αφετηρία μας. Με αυτό τον τρόπο, μερικές φορές κάνουμε βήματα προς τα πίσω, φτιάχνοντας αρχές τρεμάμενες, χωρίς να τις πιστεύουμε πραγματικά. Μοιρασμένοι ανάμεσα σε μια ζωή γνωστή και στο αβέβαιο μιας νέας, γεμάτης ρίσκα.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να βρούμε τις δικές μας ισορροπίες, να εντοπίσουμε την ταχύτητα και την ορμή με την οποία θα κινηθούμε στο νέο αυτό ξεκίνημα. Η χρυσή τομή βρίσκεται στη συνειδητότητα των πράξεων, άσχετα με τους φόβους ή τις, πιθανόν, απαιτήσεις. Η ψυχολογία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτό. Όταν όλα βαίνουν καλώς, δεν έχουμε για κάτι να ανησυχούμε. Όταν, όμως, το καμπανάκι της επιστροφής αρχίζει και χτυπά, προειδοποιώντας μας πως το νέο μας ξεκίνημα μπορεί αντί να μας πάει μπροστά να μάς γυρίσει στο μηδέν, η ηρεμία μας χάνεται. Εκεί είναι που πρέπει να σκεφτούμε με ψυχραιμία, χωρίς να υποθέτουμε τα χειρότερα.
Όταν είσαι μόνος σου, οι αποφάσεις μπορούν να παρθούν πιο εύκολα, παρ’ όλη την ενδεχόμενη σκληρότητά τους. Εσύ είσαι ο κύριος του εαυτού σου και αποφασίζεις εσύ κατά πόσο μπορείς να αφήσεις τη ζωή που έφτιαξες πίσω σου, το πατρικό σου, την ασφάλειά σου, τη γενέτειρά σου, ίσως και τη χώρα διαμονής σου, για να ξεκινήσεις μια νέα ζωή σε άγνωστα νερά. Σαφώς, όταν έχεις οικογένεια, τα πράγματα έχουν άλλη βαρύτητα και σημασία. Αποφασίζετε δύο ή και περισσότεροι κι όχι ένας. Οι βάσεις όμως του ανθρώπου, ως έναν βαθμό συμβαίνουν από επιλογή και δε ριζώνουν στο έδαφος καθώς βρίσκονται κυρίως εντός του. Επομένως μη χρησιμοποιείς την οικογένειά σου σαν άλλοθι, αλλά ούτε σαν βαρίδι σε ένα νέο ξεκίνημα. Ίσως θέλει καλύτερο προγραμματισμό, μα δε σημαίνει ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει.
Ο φόβος δεν είναι πάντα σωστός καθοδηγητής. Όσο καλό πλάνο κι αν έχει κάνει κανείς για τη ζωή που θέλει να φτιάξει κάπου αρκετά μακριά από τα δικά του λημέρια, δεν είναι σίγουρο αν θα το πετύχει. Είναι κλασικό φαινόμενο να ξεφυτρώνει κάτι από το πουθενά. Δεν πρέπει να το βάζουμε κάτω, όμως. Οι επιλογές μπορούν να φέρουν αποτυχίες. Πώς τις παίρνουμε και τις κάνουμε τέχνη; Ο καθένας ξέρει τις δυνάμεις του, αν και σχεδόν πάντα, είναι περισσότερες από αυτές που νομίζουμε. Το μέλλον μπορούμε να το φτιάξουμε παντού. Κι αντί για μοιρασμένοι σε δυο τόπους, να είμαστε οι τυχεροί που θα έχουν δυο λιμάνια για να αράξουν.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου