Στις μέρες μας, η έλλειψη σεβασμού δημιουργεί σύγχυση μεταξύ των ατόμων και οι ανθρώπινες σχέσεις γίνονται ακόμα πιο εύθραυστες. Ο ατομικισμός κυριαρχεί σε κάθε γωνία της ανθρώπινης συνείδησης με αποτέλεσμα την υποβάθμιση των συναισθημάτων των ατόμων που έχουμε απέναντί μας. Έτσι, οδηγούμαστε στον εξευτελισμό των «θέλω» τους και την προσωπική αστάθεια στα δικά μας «θέλω».
Αρχικά, ας βάλουμε έναν ορισμό για να μπορούμε να μιλήσουμε ξεκάθαρα για το θέμα. Σεβασμός, λοιπόν, είναι το συναίσθημα που προκαλείται από την αναγνώριση μιας πνευματικής αξίας (κι όχι μόνο) σ’ ένα πρόσωπο ή σε ένα ιδανικό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ελεύθερων προσωπικοτήτων και αρμονικών σχέσεων.
Όταν σεβόμαστε το άτομο που έχουμε απέναντί μας, σημαίνει ότι δεχόμαστε, με μια πιο γενική σημασία, την προσωπικότητά του. Για όλα τα αρνητικά που μπορεί να έχει κι όλα τα θετικά, τα οποία μας κρατάνε κοντά του. Σαφώς κι αρνητικά υπάρχουν, τα οποία ποτέ κανένας άνθρωπος δεν είναι προετοιμασμένος να ακούσει και σαφώς μπορεί να μην αντιδράσει καλά σε περίπτωση που τα δεχτεί ως σχόλια. Η αλήθεια, γενικά, είναι σκληρή σε πολλές περιπτώσεις, για να μην πούμε σ’ όλες. Όταν κάποιος δε δέχεται μια ειλικρινή γνώμη, ίσως αρνητική, δεν έχει κάνει την αυτοκριτική του. Είναι θέμα αντιδραστικότητας ή εγωισμού; Δυστυχώς, δεν είναι αυτό το θέμα, αλλά η αντίδραση.
Πώς αντιδρά ο άλλος, λοιπόν, όταν δε δέχεται τη γνώμη που μπορεί και να ζήτησε; Σε κάποιες των περιπτώσεων, η αντίδραση είναι εφιαλτική. Αρχίζει κι επιτίθεται για πράγματα που θα πονέσουν, θα θίξουν και θα μειώσουν αντίστοιχα το στόμα που μίλησε εξ’ αρχής, ίσως και για να γυρίσει το παιχνίδι, που θεωρεί ο ίδιος ότι παίζεται. Άλλωστε λένε πως η επίθεση, είναι η καλύτερη άμυνα. Φωνάζει, βρίζει, ξεσπά, ενώ η αντίθετη πλευρά μπορεί να μη συνεχίσει αυτό το γαϊτανάκι ανασφάλειας.
Μπορεί ακόμα και να επιλέξει να χαθεί, να κλείσει κάθε δίοδο επικοινωνίας, να αλλάξει τελείως ο τροχός και πλέον το ίδιο εκείνο άτομο που δε δέχτηκε εξ΄αρχής την όποια -ας πούμε- κριτική, να είναι τώρα το ίδιο άτομο που κατηγορεί πως οι δικές του απόψεις για το χαρακτήρα τρίτων δεν είναι σεβαστές ή δεν ακούγονται ελεύθερα.
Και τότε, αν εσύ είσαι το δεύτερο μέρος της εξίσωσης, έρχονται ξανά στο μυαλό σου όλες οι σκηνές από εκείνη την ημέρα. Αναρωτιέσαι αν όντως έκανες κάτι τέτοιο, αν όντως δε σεβάστηκες τη δική του άποψη. Σκέφτεσαι πως τρελάθηκες, πως δε θυμάσαι καλά. Αλλά δυστυχώς, η μνήμη δεν ξεγελιέται τόσο εύκολα. Το κακό είναι πως αντιστράφηκαν οι ρόλοι, εσύ έγινες σαν εκείνον κι εκείνος, εσύ. Γι’ έναν ανεξήγητο λόγο δεν αντιδράς, λες και περίμενες να συμβεί κάτι τέτοιο.
Το περίεργο είναι πως με τον εαυτό σου νιώθεις καλά γιατί ξέρεις τι ακριβώς έγινε, μα την ίδια σιγουριά κρατάει πάντα και η απέναντι πλευρά και κανείς ποτέ δε βγαίνει νικητής. Ενδεχομένως, τέτοια απλά παραδείγματα να είναι ένας από τους λόγους που πλέον οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων να αντιμετωπίζουν τόσο μεγάλη κρίση.
Η λύση, ίσως, είναι να βγούμε έξω από την απλή και προφανή σκέψη και να δούμε την αλήθεια, για το ποιοι είμαστε, τι κάνουμε και τι ψάχνουμε. Να δεχόμαστε με σεβασμό κι όχι με άρνηση την άποψη και τα «θέλω» του άλλου. Ίσως αν μάθουμε να ακούμε ό, τι δε μας αρέσει, να οδηγήσει στο να μη λέμε εμείς οι ίδιοι τελικά κάτι που γενικώς θα φέρει δυσφορία. Ίσως μέσα από τα δικά μας παθήματα μάθουμε κι εξερευνήσουμε νέα όρια, ίσως πιο φιλικά, επιτέλους, προς το χρήστη.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου