Στην καθημερινότητά μας συναντάμε πολλά είδη ανθρώπων, πολλούς χαρακτήρες και γνώμες. Δε συμφωνούμε μ’ όλα όσα ακούμε, δεν απορρίπτουμε τα πάντα, αλλά μέσα σ’ όλον αυτόν τον χαμό, προσπαθούμε να βρούμε εκείνους τους ανθρώπους με τους οποίους θα ταιριάξουμε, θα μπορέσουμε να εμπιστευτούμε και να κρατήσουμε στη ζωή μας. Όμως δεν είναι όλα ξεκάθαρα από την πρώτη στιγμή, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για ανθρώπους που καθημερινά αλλάζουν κι εξελίσσονται. Κι ενώ υπάρχουν άνθρωποι με τους οποίους θα δεθούμε, θα τους αγαπήσουμε και θα γίνουν κομμάτι της ζωής μας, υπάρχουν κι εκείνοι που δε θα μας δείξουν εξ αρχής το ποιόν τους, άνθρωποι κλειστοί, λιγάκι μίζεροι ίσως που ζητάνε μια απόδειξη για όλα όσα λέμε κάνουμε ή νιώθουμε.
Συνήθως λοιπόν, δεν τους καταλαβαίνεις από την αρχή αυτούς τους ανθρώπους. Πρέπει άλλωστε να περάσει αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα για να μπορέσουν να σου δείξουν κάτι τέτοιο. Τρώνε τον χρόνο τους προσπαθώντας να μάθουν αν όλοι γύρω τους λένε την αλήθεια και ζητάνε αποδείξεις για γεγονότα έως και συναισθήματα. Δεν πιστεύουν ποτέ κανέναν κι όσο περνάει ο καιρός κάπως τους λυπάσαι που δεν μπορούν ν’εμπιστευτούν ούτε τα πιο κοντινά τους άτομα. Σπαταλάν τον χρόνο τους περιμένοντας χειροπιαστές αποδείξεις ενώ οι πράξεις και η συμπεριφορά των άλλων, εκφράζει τα πάντα ακριβώς μπροστά στα μάτια τους. Γιατί λοιπόν το κάνουν αυτό, δε βλέπουν τι έχουν μπροστά τους, δεν μπορούν να κρίνουν χωρίς κάποια απόδειξη στα χέρια; Από πού προέρχεται αυτή τους η ανάγκη;
Το να ζητάμε οι άνθρωποι αποδείξεις για τα πάντα είναι ο τρόπος μας να δείξουμε τον φθόνο μας ή τη ζήλια μας. Αυτό συμβαίνει, διότι δεν μπορούμε ουσιαστικά να αποδεχτούμε ότι κάποιος άλλος μπορεί και τα πηγαίνει καλύτερα από εμάς σε θέματα που μας αφορούν εξίσου. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε γιατί κάποιος τα πηγαίνει καλύτερα από εμάς στην προσωπική του ή επαγγελματική ζωή και δε μας αρέσει που μένουμε πίσω. «Διαψεύδουμε» λοιπόν τα πάντα και δεν τα αναγνωρίζουμε χωρίς αποδείξεις, με την ελπίδα ότι αν δεν πιστέψουμε σ’ αυτά, δε θα γίνουν και αληθινά. Με την ελπίδα πως χωρίς την αναγνώρισή μας θα μικρύνουν.
Κι εδώ προκύπτει μια ακόμα ερώτηση: «Αφού καταλήγουν έτσι τα πράγματα, γιατί δεν απομακρύνουμε αυτούς τους ανθρώπους;». H απάντηση φυσικά είναι πολύ διαφορετική για κάθε άτομο, αλλά όπως και να ‘χει, η αλήθεια είναι πως δεν τους ταιριάζει μια θέση στη ζωή μας. Πρέπει να τους απομακρύνουμε για το καλό της ψυχικής μας υγείας. Αλλά προτού γίνει αυτό, είναι πιο αξιοπρεπές και πιο ανθρώπινο, να γίνει πρώτα μια συζήτηση. Ορισμένες φορές δεν το καταλαβαίνουν, διότι είναι ένα κομμάτι της συνήθειάς τους. Μερικές φορές, το βλέπουν και σαν κάτι φυσιολογικό. Πράγμα που δεν είναι. Υπάρχει φυσικά και η περίπτωση να μας αμφισβητούν και να ζητάν αποδείξει συνειδητά, γνωρίζοντας πως αυτό που κάνουν δείχνει φθόνο. Όμως, μια συζήτηση μπορεί πάντα να βελτιώσει την κατάσταση και να ξεκαθαρίσει τα πράγματα τόσο και για μας όσο και για εκείνους.
Οπότε, όποια αντίδραση και αν έχει το άτομο που έχουμε απέναντί μας, μπορούμε έπειτα να δούμε πώς θα προχωρήσουμε. Μπορεί η ζήλια να είναι κάτι γνωστό ή συνηθισμένο στην καθημερινότητά μας, αλλά όταν έρχεται από άτομα που βρίσκονται κοντά μας, ειδικότερα όταν μιλάμε για φιλίες χρόνων, δεν είναι εύκολο να πεις το αντίο, ακόμα αι αν πρέπει. Πάντα θα έχουμε τέτοιες αντιδράσεις γύρω μας, διότι πάντα θα τα πηγαίνουμε καλύτερα από κάποιους ανθρώπους και χειρότερα από κάποιους άλλους -η ζήλια είναι αναπόφευκτη και μερικές φορές έχει και θετικό αντίκτυπο στις ζωές μας, το θέμα είναι να γίνεται σωστή διαχείρισή της.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου