Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ό,τι πιο δύσκολο υπάρχει, ακόμα κι αν δεν το παραδεχόμαστε. Ακόμα κι αν λέμε πως είναι ασήμαντες μπροστά σε άλλα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω μας. Αν το καλοσκεφτούμε όμως, οτιδήποτε δεν μπορούμε να ελέγξουμε ή να διορθώσουμε, δεν είναι εύκολο. Οι ανθρώπινες σχέσεις λοιπόν, ούτε ελέγχονται, ούτε μπορούν να διορθωθούν πραγματικά από τις ρίζες τους. Μπορεί να ισχυριζόμαστε πως έχουμε καταφέρει τελικά να τις γιατρέψουμε, αλλά στην ουσία πάλι πίσω πάμε, όταν κάτι μας θυμίζει όσα θέλουμε να ξεχάσουμε. Και κάπως έτσι, «κοπανάμε» στον άλλον ό,τι μας ενοχλεί ή διαλέγουμε να απομονωθούμε για να το ξεπεράσουμε μόνοι μας.

Μέχρι να φτάσουμε σε μια κατάσταση παραίτησης, έχουμε προσπαθήσει πάρα πολύ να κατανοήσουμε τον άλλον, να αποδεχτούμε τα στοιχεία του χαρακτήρα του που δε βοηθάνε στη σχέση, εκείνα που είναι ανάγκη να μετριάσει. Έχουμε ζήσει καταστάσεις που δε θα έπρεπε, για έναν έρωτα κι έχουμε πιστέψει ‘ ένα καλύτερο αύριο. Αυτό βέβαια δεν είναι ποτέ -ή σχεδόν ποτέ- εφικτό, γιατί δεν είναι εύκολο κάποιος να αλλάξει στοιχεία που για εκείνον είναι φυσιολογικά και συνηθισμένα, τα στοιχεία που έχτισε με το χρόνο, που γουστάρει πιθανότατα και δε καταλαβαίνει πως πληγώνουν. Οπότε τ’ αφήνει έτσι, να βοηθάνε το δεσμό να βουλιάξει. Και καθώς όλα αυτά μαζεύονται και μαζεύονται, έρχεται η συζήτηση που όλοι κάνουμε σε μια φάση της σχέσης μας, για να γνωστοποιήσουμε στον άλλον κάποια πράγματα που μας ενοχλούν σε πολύ μεγάλο βαθμό.

Αυτή η συζήτηση μπορεί να εξελιχθεί σε κάτι καλό, συνήθως όμως έχει αρνητικά αποτελέσματα. Σε βάθος χρόνου φαίνεται πόσο συνειδητοποίησε το άλλο άτομο τα λάθη του και διόρθωσε όσα ενοχλούν. Γιατί τις πρώτες μέρες μπορεί όλα να βαίνουν καλώς, αλλά μετά από λίγο καιρό τα πράγματα γίνονται όπως πριν. Γιατί η συζήτηση ξεχνιέται, τα πνεύματα καλμάρουν κι ο άλλος χαλαρώνει· εσύ όμως θυμάσαι. Κι όταν συμβαίνουν ξανά και ξανά τα ίδια, η αλήθεια είναι πως κουράζει πολύ -και  φωνάζει αλλαγή. Γιατί η σχέση πρέπει να τσουλάει και λίγο, δε γίνεται δουλειά μόνο με σπρώξιμο.

Όσο ο καιρός περνά, οι συζητήσεις είναι οι ίδιες κι οι ίδιες, το κέφι για μεγαλύτερη προσπάθεια κι υπομονή χάνεται. Εκεί είναι που η  διάθεση του άλλου αλλάζει. Καμιά φορά γίνεται πιο αδιάφορος, άλλες φορές πιο νευρικός. Χάνει τον έρωτα, τον ξεχνάει, τον ψάχνει σε λάθος μέρη. Γενικά, η αλλαγή της συμπεριφοράς του με τον καιρό είναι τόσο εμφανής, που σιγά- σιγά γίνεται αντιληπτή από το άλλο μισό, το οποίο έχει ερωτήσεις: «Τι έχεις;»,  «γιατί δε μου μιλάς;», «τι σου συμβαίνει;». Εκεί είναι και που η αμηχανία χτυπά κόκκινο.

Με αυτό τον τρόπο καταλαβαίνουμε πως το τέλος μπορεί να είναι πιο κοντά από όσο πιστεύαμε πως είναι. Βλέπουμε να επαναλαμβάνονται ξανά οι ίδιες κουβέντες, για στοιχεία που μας ενοχλούν και καταλαβαίνουμε πως δεν υπάρχει περιθώριο. Πως ίσως είναι η κατάλληλη στιγμή να αποχωρήσουμε από τη σκηνή, πως η καψούρα που μας καίει δεν είναι αρκετή.

Για να μη φτάσουμε στο σημείο του χωρισμού, λέμε πως πρέπει να αποδεχτούμε τα λάθη και τα στοιχεία που δε μας ταιριάζουν στον άλλον. Ναι, πρέπει να γίνει, αλλά το θέμα είναι πως κάποια στοιχεία δεν μπορούμε να τα δεχτούμε κι ούτε πρέπει. Δεν έχουμε λόγο να δεχτούμε παράλογα νεύρα, θυμό, συνεχή γκρίνια και απότομα ξεσπάσματα. Και έτσι έρχεται το τέλος. Παρατηρούμε πως όλα αυτά που στην αρχή τα βρίσκαμε γοητευτικά, όμορφα, γλυκά, κάποια στιγμή, όταν μαζευτούν πολλά, μας πνίγουν και μας οδηγούν να βγάλουμε έναν εαυτό, που μπορεί να μην είναι συμβατός με τον δικό μας, σε κάποιες φάσεις τις ζωής μας. Εκεί είναι που καταλαβαίνουμε πως χάνουμε τον εαυτό μας κι ήρθε η στιγμή να αποχωρήσουμε.

Το θέμα είναι να αντέξουμε όσο αγαπάμε και να βρούμε όσο περισσότερους τρόπους γίνεται για να δούμε τη θετική πλευρά όλων αυτών. Πόσες φορές μας έχει συμβεί να βλέπουμε πως όλη η σχέση είναι λάθος, αλλά το μέσα μας να μάς λέει πως είναι ό,τι πιο σωστό έχουμε κάνει στη ζωή μας; Εκείνες τις φορές, δύσκολα δεν υπακούμε στο ένστικτο, αλλά πρέπει.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Σία Πέρση
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου