Γνωρίζουμε νέα άτομα στη ζωή μας συνεχώς, μα η μαγεία είναι πως κανείς δεν έχει τον ίδιο χαρακτήρα με κάποιον άλλον. Δεν είναι ίδιος ο τρόπος που αντιλαμβάνονται τα πράγματα λοιπόν οι άνθρωποι, ούτε οι ιδέες τους. Μπορεί ένα κομμάτι μιας συζήτησης, ανάλογα με το άτομο που έχεις απέναντί σου, να πάρει πολλές μορφές, ανάλογα βέβαια με τα ενδιαφέροντά του, αλλά και τις γνώσεις του πάνω στο θέμα που συζητάτε. Γιατί άλλες ιδέες μπορούμε να πάρουμε από κάποιον που έχει ψάξει το συγκεκριμένο θέμα κι άλλες από κάποιον που δε γνωρίζει τίποτα κι απλά έχει ακούσει κάτι ή δεν τον ενδιαφέρει και τόσο πολύ.
Ανάλογα πάντως με τον άνθρωπο που έχουμε μπροστά μας, μάθαμε κι εμείς να λειτουργούμε. Έτσι, όταν κάποιος είναι πιο δεκτικός, εκφραζόμαστε πιο εύκολα, του λέμε τα παράπονά μας, τον πειράζουμε, δεν έχουμε πρόβλημα να διαφωνήσουμε μαζί του, ενώ όταν ξέρουμε ότι η κατάσταση δε θα πάρει καλή τροπή, φοβόμαστε. Και πόσες ευκαιρίες πετάξαμε στα σκουπίδια χάρη σε εκείνο το «δεν ξέρω πώς θα το πάρει;», που ξεστομίσαμε επειδή αγχωνόμασταν για μια αντίδραση; Σαν να πρέπει να υπολογίζουμε και το παραμικρό βήμα προκειμένου να εξασφαλίσουμε ανταπόκριση από τον άλλον, αυθορμητισμός μηδέν.
Κάπως έτσι λιγοστεύουμε τις αυθόρμητες στιγμές μας, αφού νιώθουμε πως πρέπει να σκεφτόμαστε τα πάντα μόνο και μόνο για να έχουμε κάποιου είδους αποδοχή. Δε λέμε βέβαια και ν’ αφήνουμε τις σκέψεις μας ελεύθερες τελείως κι όποιον πάρει ο χάρος, αλλά δεν μπορούμε να βάζουμε φίλτρο σε ό,τι και να λέμε. Άλλωστε έτσι χάνεται και η μαγεία της στιγμής, της ελευθερίας λόγου. Φτάνουμε σε σημείο που δεν έχουμε κάτι αυθόρμητο να θυμόμαστε και να γελάμε, να νιώθομε ακόμα και ερωτευμένοι. Κι αν συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε πάντα φίλτρο, θα καταλήξουμε αδύναμοι να ζήσουμε μια στιγμή, χωρίς αστείες, όμορφες ή και θλιμμένες αναμνήσεις που προέκυψαν στα ξαφνικά.
Ας φανταστούμε μια καθημερινότητα χωρίς τα αυθόρμητα. Και όχι μόνο μια καθημερινότητα, αλλά μια ζωή. Τ’ αυθόρμητα είναι εκείνα που μας κρατάνε σε μια εγρήγορση, σε μια διαρκή επαγρύπνηση -αλλά με την καλή έννοια. Γιατί σε κάθε τομέα της ζωής μας, τα ζητάμε, ασχέτως αν δεν το καταλαβαίνουμε και πολύ. Το να στείλουμε ένα μήνυμα σε κάποιον που σκεφτόμαστε ακόμη και μας λείπει, σε κάποιον που θα θέλαμε να είναι δίπλα μας ή σε κάποιον που θα θέλαμε να ζητήσουμε μια συγγνώμη, αυθορμητισμός είναι. Αν σκεφτόμαστε τα πάντα διπλά και δεν αφήσουμε καμιά απόφαση για τη στιγμή που θα χρειαστεί να την πάρουμε, τότε τι νόημα θα έχουν οι ανθρώπινες σχέσεις σε κάθε μορφή τους; Τότε θα παίζαμε ένα ατελείωτο θέατρο.
Και τώρα, θέατρο παίζουμε τις περισσότερες φορές, αλλά ο αυθορμητισμός μας δίνει το διάλειμμα που χρειαζόμαστε για να γυρίσουμε με περισσότερη ενέργεια στο σανίδι. Είναι η σπίθα που ψάχνουμε σε κάθε στιγμή της ημέρας, ακόμα κι αν για λίγο τη χάνουμε. Μας τρώει η συνήθεια και το «τι θα πουν οι άλλοι;». Το πώς θα σκεφτούν για μας και το τι θα πουν στους άλλους.
Όλα πλέον κρίνονται από το τι θα πουν οι άλλοι ή το πόσο μπορούμε να κερδίσουμε την αποδοχή. Χανόμαστε σε μια διαδικασία που δεν απασχολεί το «εμείς» και το «εγώ», αλλά το «αυτοί». Και όταν μας το λένε, μας κακοφαίνεται. Μένουμε στα συνηθισμένα, στα σίγουρα, όσο κι αν ψοφάμε για αυθορμητισμό κι απρόοπτα. Αλλά έτσι ήμασταν σαν άνθρωποι κι έτσι θα παραμείνουμε. Μπορεί και να το αξίζουμε τελικά. Μπορεί και όχι. Όπως και να ‘χει όμως, είναι κάτι που όταν τ’ αποφασίσουμε, μπορούμε πολύ εύκολα να τ’ αλλάξουμε.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου