Πολλές φορές έχουμε αναφέρει πως κυμαινόμαστε σε πρωτόγνωρους ρυθμούς ζωής και απαιτήσεων. Δεν έχουμε γενικά χρόνο για ξόδεμα, για την ακρίβεια υπάρχουν μέρες που τον μετράμε δευτερόλεπτο-δευτερόλεπτο, λες και θα μας σώσουν τα δύο λεπτά σύνολο που ίσως και να εξοικονομήσουμε. Κι αν το καταφέρουμε θα τα δαπανήσουμε αλλού, σε κάτι που θεωρούμε πιο σημαντικό. Απορρίπτουμε ιδέες, καταστάσεις, άτομα και γενικά, ό,τι απαρτίζει τον περίγυρό μας, μόνο και μόνο για να μη χάσουμε χρόνο. Όμως, υπάρχει ένα μεγάλο θέμα, έως και πρόβλημα, που είναι αποτέλεσμα αυτής της επιλογής μας.
Πολλές φορές μόνο η πρώτη εικόνα δεν είναι και η σωστή. Όσο καλή διαίσθηση και να έχουμε, όσο καλή κρίση, όσο κι αν είναι σε εγρήγορση τα ραντάρ μας, να δουλεύουν σε πολύ δύσκολες (για άλλους) συχνότητες, θα έρθει η στιγμή που θα κάνουν λάθος. Έχει τύχει σε όλους να απορρίψουμε ή να προδικάσουμε καταστάσεις, ενώ η άποψή μας πάνω στο θέμα μπορεί να αναφέρεται ή να αποτελεί κομμάτι αυτού που διώξαμε.
Με πιο απλά λόγια. Όταν διαβάζουμε τον τίτλο ενός άρθρου ή μιας είδησης, έχουμε σχηματίσει μια εικόνα. Λέμε πως «από τον τίτλο δεν αξίζει και πολλά» και προτρέχουμε να γράψουμε στα σχόλια ή να διατυπώσουμε τέλος πάντων με κάποιον τρόπο, την άποψή μας, χωρίς να έχουμε μπει στον κόπο να ψάξουμε, να ακούσουμε, ή να διαβάσουμε παραπάνω. Γράφουμε ή λέμε όλο χαρά, αγανάκτηση ή θυμό και ξαφνικά μας απαντούν «μα καλά, δε βλέπεις τι γράφει, ή δεν ακούς τι λέει;». Και κάπου εκεί πέφτουμε από τα σύννεφα και μένουμε εκτεθειμένοι. Εκεί μπαίνει η ακοή, ή η λογική αλλιώς, για να δούμε πού είναι το κενό.
Παρατηρώντας λοιπόν τη συνέχεια, βλέπουμε πως η άποψή μας διατυπώνεται στο τέλος ή με άλλα λόγια. Εκεί έρχεται μια άλλη απορία που δημιουργείται, καθώς βλέπουμε το περιστατικό. Μήπως παπαγαλίζουμε ιδέες; Μήπως είμαστε προκατειλημμένοι με καθετί διαφορετικό, πέραν από αυτά που γνωρίζουμε (ή με τον τρόπο που το γνωρίζουμε);
Πολλές φορές ακούμε σε συζητήσεις πως τα πράγματα γύρω μας δεν προχωράνε. Πως μένουν στάσιμα και χάνουμε με αυτόν τον τρόπο καλύτερα πράγματα. Κι όλο αυτό γιατί δε σκεφτόμαστε κάτι διαφορετικό. Μέσα από τέτοια περιστατικά όμως, μπορούμε να καταλάβουμε πως οι διαφορετικές ιδέες, απόψεις, άτομα, εργασίες και όποια άλλη κατηγορία μας έρθει, υπάρχει. Απλά εμείς δεν τη δεχόμαστε, ή μάλλον δε δεχόμαστε να την ακούσουμε και να τη δούμε, λόγω του τρόπου που μας παρουσιάζεται. Δε σκεφτόμαστε. Δεν είναι μόνο ο φόβος που μας αποτρέπει από το νέο, είναι και η βιασύνη μας. Όταν ακόμα και για το πιο απλό βάζουμε παρωπίδες και τρέχουμε να προδικάσουμε και να δείξουμε την ανωτερότητα των απόψεών μας, δεν προχωράμε.
Μια άλλη περίπτωση είναι να συμφωνούμε απόλυτα με την ιδέα ή με τα άτομα εμπρός μας, αλλά να τα απορρίπτουμε γιατί «δε θα ήταν κοινωνικά αποδεκτό». Εκεί είναι σαν να απορρίπτουμε τις ίδιες τις ενδόμυχες σκέψεις μας, μόνο και μόνο επειδή κάποιος τόλμησε να τις ξεστομίσει και να τις κάνει φανερές. Το να εγκαταλείπουμε όμως τόσο εύκολα τις απόψεις μας, δεν είναι κίνηση που θα μας ανταμείψει. Αύριο-μεθαύριο μπορεί να «απορριφθούμε» για εκείνες τις οποίες υιοθετήσαμε χάριν ευκολίας. Δε θα είναι λίγο άτοπο;
Υπάρχει άραγε τρόπος να δούμε λίγο πιο πέρα; Συνήθως, η γνώση του άγνωστου μπορεί να ανοίξει τους ορίζοντές μας. Τώρα βέβαια, θα πούμε πως δεν υπάρχει χρόνος και «δε βαριέσαι τώρα, άλλη στιγμή θα τα δούμε αυτά, καλύτερη». Ναι, πολύ ωραία, να ξεκαθαρίσουμε όμως πως δεν υπάρχει αλλαγή χωρίς να ξοδέψουμε χρόνο και να ταλαιπωρηθούμε λίγο παραπάνω. Ακόμα και λίγο-λίγο να δίνουμε τις ευκαιρίες μας, σε εκείνα τα δίλεπτα ας πούμε που δευτερόλεπτο-δευτερόλεπτο μαζέψαμε, μπορούμε να δούμε τα αποτελέσματα κι ας αργήσουν λίγο παραπάνω.
Μπορούμε να κάνουμε μικρά και μεγάλα πραγματάκια για να αρχίσουμε να αποβάλλουμε τις προκαταλήψεις μας και την ιδέα του χαμένου χρόνου. Κάθε μία πληροφορία που δεχόμαστε με πραγματικά ανοιχτά τα αυτιά μας, έχει τη δική της συνεισφορά στο γνωστικό μας επίπεδο. Τώρα, το αν θα την κρατήσουμε ή όχι εξαρτάται από εμάς, αλλά μπορεί να μη μας χρησιμεύει τώρα και να μας φανεί χρήσιμη σε κάποια άλλη στιγμή. Έτσι, η βιασύνη μας θα αρχίσει να μειώνεται και ο κόσμος μας να αυξάνει τις πιθανότητές του να γίνει λίγο καλύτερος, με εμάς να έχουμε κάνει την αρχή.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη