Από τη στιγμή που μπορούμε να μας θυμηθούμε να ερχόμαστε κοντά με άλλους, άνθρωποι έρχονται και φεύγουν. Όσο και να προσέχουμε, όσο και να τους ξεσκονίζουμε και να τους γυαλίζουμε σε μια προσπάθεια να τους βάλουμε σε προθήκες, αυτή η δουλειά είναι μόνιμη. Δεν αλλάζει κάτι, καθώς οι σχέσεις όσο οργανικά γεννιούνται, τόσο φυσικά φθείρονται και τελειώνουν. Η μόνη λύση είναι να κλειδωθούμε μέσα και να μην αφήνουμε κανέναν να μπει, αλλά δεν είναι ούτε συνετό, ούτε δεδομένο ό,τι κανείς δε θα μπει από το παράθυρο κρυφά, όταν θα το ανοίξεις για να πάρεις δυο ανάσες αέρα.
Το θέμα προκύπτει όταν ο ένας δένεται ενώ ο άλλος διακατέχεται από χλιαρότητα. «Ο άνθρωπός μου» λέει και γεμίζει από υπερηφάνεια. Ή έστω «η σχέση μου». Ακόμα και όταν τα λόγια είναι περιττά, γιατί μιλούν οι πράξεις, δεν μπορεί να δεχτεί ό,τι ο άνθρωπος που είναι δίπλα του υπάρχει περίπτωση να πει πως θέλει να το λήξει. Η αναζήτηση του «πραγματικού λόγου» του χωρισμού ξεκινά ακριβώς εκείνο το δευτερόλεπτο. «Μα ήταν όλα καλά κι ομαλά, γιατί;» Και δώσ’ του τα σενάρια και οι υποψίες και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει το μυαλό, όταν ο ένας θέλει να φύγει. Μπορεί οι υποψίες να είναι ισχύουν, μπορεί και όχι, μπορεί ο τσακωμός να ήταν το κερασάκι στην τούρτα και η απόσταση η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Όποιος και να είναι ο λόγος, η αποδοχή του γεγονότος είναι αυτή που έρχεται τελευταία και καταϊδρωμένη.
Αν δυσκολεύεσαι κι εσύ να πας παρακάτω, κάνε ένα κλικ εδώ!
Μπορεί να δείχνεις πως ξεφαντώνεις, μπορεί να μη λες τίποτα, μπορεί απλώς να κάθεσαι μόνος χυμένος σε έναν καναπέ που έχει πια αποκτήσει το σχήμα σου. Ο κάθε χωρισμός και η κάθε συνθήκη φέρνει διαφορετική αντιμετώπιση. Αλλά δε σημαίνει πως επειδή ο άλλος ξεφαντώνει είναι και καλά, ούτε όταν κάθεσαι μέσα δηλώνεις πως είσαι στα πατώματα. Και τότε έρχεται για άλλη μία φορά η επιθυμία να τα βάλετε ξανά κάτω και να δείτε τι συμβαίνει. «Για ένα τίποτα μη φοβηθείς, πώς φτάσαμε στα ανύποπτα» λέει ο ένας, «κάθε αγάπη κάπου τελειώνει» απαντάει ο άλλος και συνεχίζεται ένας φαύλος κύκλος ανούσιας σύγκρουσης των «θέλω» του ενός και του άλλου.
Είναι δύσκολος ο χωρισμός, αλλά δεν είναι εφικτό να κρατάμε κανέναν από το χεράκι άμα δε θέλει να μένει εκεί και να μας το δίνει. Έτσι αφήνουμε χώρο και χρόνο για τον άνθρωπο που θα έρθει μετά, που ίσως να καταφέρει να αποδείξει πως οι κύκλοι τελικά μπορούν και να μη σπάνε, ή που ίσως επιλέξουμε να σπάσουμε εμείς. Όσο μένουμε προσκολλημένοι στο παλιό, μας στερούμε αυτήν την ευκαιρία. Το θέμα είναι, λίγο πριν την έξοδο, να μπορούμε να μας δώσουμε το χέρι και να μας πούμε πως ήμασταν εντάξει. Πώς παίξαμε τίμια το δικό μας κομμάτι, χωρίς αυτό να υπονοεί πως δεν έπαιξε τίμια κι ο άλλος το δικό του.
Ο έρωτας είναι σαν μια βάρκα μέσα στο πέλαγος. Τη βλέπεις και λες πως θες να τη φτάσεις κι ας είναι μακριά. Αρχίζεις να κολυμπάς λοιπόν αλλά μόλις κοντοζυγώνεις, εκείνη βάζει μπρος και φεύγει. Και εσύ μένεις στα ανοιχτά παλεύοντας να βγεις έξω, λιγάκι θυμωμένος και με την αίσθηση της αποτυχίας να κολυμπάει δίπλα. Και την άλλη μέρα πάλι από την αρχή, να βλέπεις ξανά τη βάρκα, καμαρωτή-καμαρωτή στα ανοιχτά. Και δώσ’ του κι άλλο κολύμπι. Μέχρι που κουράζεσαι και εγκαταλείπεις. Κάποια στιγμή όμως, μπορεί να ξυπνήσεις και να βρεις βαρκούλα αραγμένη στο λιμανάκι να σε ρωτάει αν θες να πας κάπου. Μην την κοιτάς με καχυποψία, απλώς μπες. Γιατί μια τέτοια βάρκα την περίμενες καιρό.
Μπορεί να θεωρείς πως τα έχεις όλα, αλλά ο έρωτας είναι παιχνίδι με συμπαίκτη και πρέπει να συγκλίνουν οι απόψεις σας για να νικήσετε. Αλλιώς είναι δύσκολο, μην ελπίζεις σε εξαιρέσεις. Κι αν ακούγοντας το «έρχεται κάτι καλύτερο» γελάς, θεωρώντας το παραμύθι, άσε τον χρόνο να σε αποδείξει ψεύτη.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη