Στην αναζήτηση του άλλου μας μισού, υπάρχει η πιθανότητα να νιώσουμε σύνδεση με αρκετά άτομα, με κάποια απ’ αυτά θα μείνουμε στο πλατωνικό, μ’ άλλα θα δεθούμε πραγματικά κι άλλα θα περάσουν και θα ακουμπήσουν. Μπορεί να ταιριάζουν οι απόψεις ή τα θέλω μας, μπορεί κι απλά να περνάμε καλά σαν παρέα και να μη θέλουμε να αποχωριστούμε ο ένας τον άλλον και να παραδεχτούμε πως «μέχρι εδώ είμαστε». Με κάποιον τρόπο πάντως, βαφτίζουμε «σχέση» αυτό το μικρό ή μεγάλο αλισβερίσι, κι ας πιστεύουμε πως το άλλο μας μισό είναι ένα. Κι ας πιστεύουμε πως είναι εκείνο το άτομο που θα μείνει δίπλα μας ακούραστα, που θα θέλουμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας μαζί του.
Υπάρχει παρ’ όλα αυτά πάντα και το θέμα της αναγνώρισης. Πώς θα το καταλάβουμε το άλλο μας μισό, τι να κάνουμε ώστε να το προσεγγίσουμε, σε ποια μέρη να το ψάξουμε; Τόσα βιβλία κι άρθρα γράφτηκαν, τόσοι επιστήμονες προσπαθούν ακόμη και σήμερα ν’ αξιολογήσουν αυτό το φαινόμενο και να δώσουν τα φώτα τους στην περίσταση, αλλά καθαρές απαντήσεις κι οδηγίες δεν υπάρχουν, οπότε πολλές φορές αποτυγχάνουμε.
Θα έρθω εγώ λοιπόν να σας απαντήσω και να σας πω ότι τον άνθρωπό μας τον ξεχωρίζει απ’ όλους τους άλλους η αγκαλιά.
Η αγκαλιά, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, μπορεί να σου δώσει ό,τι πληροφορίες χρειάζεσαι. Είναι η διαδικασία που κατά τη διάρκειά της συνδέεσαι με τον άλλον, όχι μόνο σωματικά, αλλά και ψυχικά. Όταν παίρνεις μια αγκαλιά, νιώθεις έντονα αν ανήκεις εκεί, αν κάτι σου κλωτσάει, αν νιώθεις ευτυχισμένος ή αν όλο αυτό δε σου προκαλεί τίποτα.
Το αίσθημα της αγκαλιάς μας κάνει να εκκρίνουμε διάφορες ορμόνες που μας βοηθούν να νιώσουμε πιο άνετα και οικεία, αλλά αυτό δε σημαίνει πως βρήκαμε το άλλο μας μισό. Δεν είναι απαραίτητα η καρδιά και η αγκαλιά που πρέπει να κουμπώνει, αλλά η συνειδητοποίηση που επακολουθεί μετά. Δεν έρχεται λοιπόν αυτή πάντα και μ’ όλους. Έρχεται μία φορά και είναι οριστική, άμεση και ξεκάθαρη, δεν παίζει ποτέ μαζί μας.
Κι η αγκαλιά μπορεί να είναι η απάντηση που ψάχναμε για να καταλάβουμε ποιος άνθρωπος είναι για εμάς, αλλά ακόμα κι αυτή δεν αρκεί από μόνη της πρέπει να βρούμε τρόπο να κρατήσουμε τον άνθρωπό μας, να τον καταλάβουμε. Δεν ξεκινάνε πάντα όλα ρόδινα, όπως ο κόσμος ισχυρίζεται. Για να γίνει αυτό χρειάζεται υπομονή, κατανόηση, ειλικρίνεια, εμπιστοσύνη, έλλειψη εγωισμού. Αυτό που αλλάζει όμως μετά από μια τέτοια συνειδητοποίηση, είναι πως μαθαίνουμε ότι η απάντηση σε κάθε πρόβλημα ή τσακωμό -εντός φυσιολογικών πλαισίων- είναι η αγκαλιά.
Κι όταν αργότερα μέσα στα χρόνια της σχέσης δημιουργείται πια η οικογένεια, πολλές φορές αλλάζουμε κι εμείς σαν άνθρωποι. Αλλάζουν τα θέλω μας, αλλάζει ο χαρακτήρας μας, ακόμα και τα ενδιαφέροντά μας. Με την τριβή που δημιουργείται, χάνουμε πολλά, όπως είναι και η επικοινωνία. Πολλές φορές δεν την επιδιώκουμε κιόλας, διότι πιστεύουμε πως δε θα συνεννοηθούμε μεταξύ μας. Εκεί είναι που κάνουμε λάθος. Πρέπει να υπενθυμίζουμε στον άλλον και σε εμάς, ποιοι είμαστε. Μια αγκαλιά λοιπόν, μπορεί να διώξει την πίεση, το άγχος και να γίνει ένα καλό υπόβαθρο, ώστε να ξεκινήσει μια συζήτηση.
Είναι ένα μέσο έκφρασης, που μας βοηθάει να δείξουμε στον άλλον πόσο χαιρόμαστε για εκείνον, τι μπορούμε να κάνουμε και πώς θα είμαστε κοντά του. Μπορεί να φαίνεται για ορισμένους γελοίο, αλλά για σκεφτείτε το λίγο. Τι μας κάνει πάντα να αισθανθούμε καλύτερα -εκτός από το πιτόγυρο; Αυτή είναι η σύνδεση που αναζητάμε και θα έπρεπε να επιδιώκουμε και να τιμάμε, όσο κι αν την αποφεύγουμε από φόβο ή τη γελοιοποιούμε για να μη φανούμε αδύναμοι.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου