Στην καθημερινότητά μας, αν πούμε πως θέλουμε μια έξοδο, δίνουν και παίρνουν τα μπαράκια, τα εστιατόρια, οι καφετέριες. Ακόμα και στις διακοπές μας περνάμε από πλοίο, αεροδρόμιο, ξενοδοχεία. Στις πιο ξεκούραστες στιγμές μας λοιπόν, έχουμε τους ανθρώπους εκείνους που θα εξασφαλίσουν αυτήν ακριβώς την περιποίηση. Και δεν είναι άλλοι από τους πραγματικά σπουδαίους ανθρώπους του σέρβις.
Εκείνους που έχουν ακούσει κάθε απαίτηση, γελοία ή μη και δεν έχουν βάλει τα γέλια μπροστά στα μούτρα του πελάτη με τις παράλογες -αρκετές φορές- απαιτήσεις που έχει. Εκείνοι που τρώνε τις σόλες τους στους καύσωνες ή τις βροχές και κάθε Κυριακή, γιορτή κι αργία. Εκείνοι που έχουν δεχτεί υποτίμηση, ακόμη και χλεύη κι απαντούν με χαμόγελο κι ευγένεια χωρίς ο πελάτης να την αξίζει καν καμιά φορά. Γενικώς αυτό το επάγγελμα, καθώς κι άλλα παρόμοια, πρέπει να παίρνουν το χρυσό αγαλματίδιο του ήθους, της υπομονής, της κατανόησης και της αντοχής.
Θα ήταν καλό για όλους μας να δουλεύαμε τουλάχιστον για λίγο καιρό σερβιτόροι στη ζωή μας, γιατί μέσω του συγκεκριμένου επαγγέλματος μαθαίνεις αρκετά πράγματα για το πώς σκέφτεται (αν σκέφτεται) ο κόσμος. Τα μαθήματα που παίρνεις για τη ζωή είναι αμέτρητα. Πώς να είσαι ευγενικός και κυρίως ψύχραιμος, πώς να υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου μπροστά σε μια ασεβή συμπεριφορά, αλλά με το γάντι, πώς φέρεσαι εσύ απέναντι στους ανθρώπους που σε εξυπηρετούν, όπως και σε ανθρώπους που κάνουν την ίδια ακριβώς δουλειά.
Οι σερβιτόροι είναι οι άνθρωποι που πρέπει να γνωρίζουν τα πάντα. «Πρέπει» να θυμούνται ακόμα και πώς πίνει τον καφέ του ο Θανάσης που θέλει «το γνωστό». Ασχέτως που κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει πώς πίνει τον καφέ του ο Θανάσης, ούτε πώς τρώει το burger της η Μαιρούλα. Μιλούν σε κάθε πελάτη διαφορετικά, μαθαίνουν να διαβάζουν τις ψυχολογίες και ποτέ δεν παρεμβαίνουν. Βρίσκουν το δευτερόλεπτο που τους αφήνεις κενό και τρέχουν σαν τον Βέγγο να σου πάρουν παραγγελία γιατί εσύ τώρα μπορείς. Κι αν τύχει και κάνεις κανένα κομπλιμάν για το φαγητό ή τον καφέ χαίρονται σαν να το έφτιαξαν οι ίδιοι.
Μαθαίνουν να παίζουν ομαδικά. Ο ένας συμπληρώνει τον άλλον. Ο ένας καλύπτει τα νότα του άλλου. Όλοι μαζί ξέρουν να παίζουν επίθεση κι άμυνα ταυτόχρονα. Ξέρουν πώς να ρίχνουν την πίεση για να μπορέσουν να αντέξουν στις ώρες αιχμής. Είναι σύμμαχοι και δεν παρεξηγούνται αν πάνω στη δουλειά υπάρξει ένταση, θα τα βρουν στο κλείσιμο ταμείου με τσιγάρα και μπίρες.
Όταν το σώμα του είναι στα όρια της κατάρρευσης από την πίεση ο σερβιτόρος χαμογελά, αψηφώντας κούραση, νεύρα, άγχος, απογοήτευση, πόνο. Φοράει την κάθε βλακεία που έχει αποφασίσει το μαγαζί ότι είναι καλή ιδέα κι ας είναι ό,τι πιο γελοίο έχει βγει σε ρούχο. Σε εκείνον θα γίνουν όλα τα παράπονα, όταν το φαγητό δεν είναι καλό, όταν ο καφές είναι λάθος κι όταν το αποτέλεσμα που έφτασε στον πελάτη, τελικά δεν είναι για τα γούστα του. Κι έτσι, τις περισσότερες φορές μέσα στο μυαλό ενός σερβιτόρου γίνεται πάλη μεταξύ αυτού που θα ήθελε να πει, με αυτό που λέει.
Κι αν τύχει και πάρει φιλοδώρημα, το χαίρεται πιο πολύ κι από τον μισθό. Είναι σαν ένα μικρό ευχαριστώ από τον πελάτη για την εξυπηρέτηση που του παρέχει. Του δίνει κίνητρο πως κάνει καλά τη δουλειά του. Πως ο κόσμος φεύγει ευχαριστημένος. Πως κάτι έκανε σήμερα και κάθε σήμερα. Και κάθε φορά γίνεται όλο και καλύτερος.
Δούλεψε έστω μια φορά, έστω για ένα μήνα στο σέρβις. Κι αν δε βγεις άλλος άνθρωπος, αν δε μάθεις καλύτερα τον εαυτό σου, αν δεν ανακαλύψεις χίλια δυο που δεν ήξερες καν ότι μπορείς να κάνεις, να μη με λένε Αναστασία. Το μόνο που θα χρειαστείς είναι σούπερ δυνάμεις και καλά αθλητικά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου