Δεν είναι οι ταχύτητες, οι ακραίες, αλλαγές, η πολλή πληροφορία. Δεν είναι καν το ότι όλα γίνονται αυτόματα ή πως έχει μικρύνει ο χρόνος που έχουμε στη διάθεσή μας να σκεφτούμε. Είναι πως κανείς ποτέ δε μας προετοίμασε για όλα όσα ήρθαν. Κι ας μας λένε οι παλιοί έχουμε τώρα εφόδια για να προχωρήσουμε, πιο πολύ αισθανόμαστε πως μένουμε στάσιμοι. Κι αυτή η στασιμότητα φέρνει άλλα προβλήματα και περισσότερα εμπόδια, σε έναν κόσμο που το έχει βάλει σκοπό του να μην τον προφτάσουμε ποτέ, όσο κι αν τρέξουμε. Και κάπως έτσι συνεχίζουμε τις ζωές μας όπως μπορούμε, και πολλές φορές μας παίρνει από κάτω. Μέχρι που φτάνουν τα πάντα γύρω μας να αλλάζουν κι απλά να μην έχουμε όρεξη να τα παρακολουθήσουμε.
Βέβαια, μια τέτοια κατάσταση, ή μας καταστρέφει ή μας κάνει πιο δυνατούς. Και σαφώς, εξαρτάται πάρα πολύ το πού θα μας οδηγήσει η ζωή, από το τι ανθρώπους έχουμε εμείς δίπλα μας. Διότι αν δε φροντίσουμε να έχουμε μια υποτυπώδη στήριξη, όσο ο χρόνος περνά και τα παίρνει όλα σβάρνα, εμείς γινόμαστε απλώς η χειρότερη και πιο αδύναμη έκδοση του εαυτού μας. Παίρνει περισσότερο χρόνο το να επανέλθουμε, χάνεται η αντικειμενικότητα, οι επιλογές μας δεν έχουν αντίκρισμα κι όλα χάνουν λίγο-λίγο την ουσία τους. Διότι αν δεν τη μοιράζεσαι, η ζωή σβήνει. Κι αν κυλάει με τέτοιες ταχύτητες, σβήνει γρηγορότερα.
Κάπως έτσι, βρισκόμαστε ανίσχυροι απέναντι σε κάθε κατάσταση, ζώντας με τη συνεχή αίσθηση της αδιαφορίας για όσα συμβαίνουν. Άλλωστε, δεν είμαστε καν ικανοί να τα επεξεργαστούμε, οπότε γιατί να χαλάμε τον κόσμο; Η αδιαφορία απέναντι στα γεγονότα γύρω μας, είτε θετικά είτε αρνητικά, όμως, δε θα μπορέσει ποτέ να είναι εποικοδομητική. Κι αν μας κατηγορήσουν για αναισθησία, θα είναι απλώς ο φόβος μας να εκτεθούμε που θα μας οδηγήσει εκεί. Και πώς ακριβώς να κάνουμε αυτό το βήμα, όταν το μόνο που χρειάζεται είναι ο χρόνος που θα μας κάνει να κατανοήσουμε την πραγματική σημασία της παύσης, της σύνδεσης, της επικοινωνίας, όταν λείπει διαρκώς από τη ζωή μας;
Καθώς παραμένουμε μόνοι, παρακολουθώντας τον κόσμο να προχωρά αδιαφορώντας, έρχεται κάποια στιγμή που αναγνωρίζουμε το μοτίβο αυτό σε εμάς. Και κάπως έτσι, πιέζοντας εμείς τους εαυτούς μας να κάνουν αυτήν την παύση, βλέπουμε όλα όσα χάσαμε. Πιάνουμε τότε τους εαυτούς μας να προσπαθούν να δώσουν αξία στον χρόνο, να βοηθήσουν και τους άλλους να ξεπεράσουν την απάθειά τους. Προβληματιζόμαστε καμιά φορά και μας πιάνει το παράπονο γιατί δεν το έκανε κάποιος και για εμάς, πού ήταν αυτοί όταν χρειαζόμασταν βοήθεια και δεν την είχαμε; Ανακαλύπτουμε τη δύναμη να σηκωθούμε από μόνοι μας, χωρίς καμία βοήθεια, και την αξία του να την προσφέρουμε. Και τότε μαγικά, ο χρόνος ξεκινά να έχει και πάλι αξία.
Όσο κι αν πληγωνόμαστε από τα γεγονότα ή τις καταστάσεις γύρω μας, όσο γρήγορα κι αν τρέχει ο χρόνος, όσο συχνά κι αν νιώθουμε πως η ζωή μας μάς ξεπερνάει, ας κάνουμε μια προσπάθεια να το μοιραζόμαστε. Όταν δεν εκφράζουμε αυτά τα συναισθήματα, τότε δημιουργείται το μεγαλύτερο κενό. Και δεν είναι ένα κενό που είναι ορατό στους άλλους, αλλά κάτι που αρχίζει να φαίνεται μέσα μας με τον καιρό. Καθώς ο χρόνος περνά, ίσως καταλάβουμε ότι αντιμετωπίζουμε τα ίδια προβλήματα ξανά και ξανά, με το αποτέλεσμα να παραμένει συχνά το ίδιο. Άρα, δεν είναι ότι εκείνος τρέχει, αλλά ότι εμείς δεν παρατηρούμε τη διαδρομή που ακολουθεί, για να φτάσουμε πλάι του πιο γρήγορα, χωρίς να χαθούμε στα μισά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου