H καθημερινότητα ενός ανθρώπου απαρτίζεται από πολλές διαφορετικές υποχρεώσεις αλλά και συνήθειες, μεταξύ των οποίων η εργασία, ο ελεύθερός του χρόνος, ο χρόνος που χρειάζεται για να τακτοποιήσει δουλειές κ.λπ. Πολλές φορές λέμε λοιπόν κάπως απλουστευμένα πως υπάρχουν δύο είδη χαρακτήρων με βάση το πώς βιώνουν την καθημερινότητά τους: Οι πιο ψυχαναγκαστικοί και οι πιο ελεύθεροι. Οι δεύτεροι είναι αυτοί που θα πάρουν τις αποφάσεις τους χωρίς να σκεφτούν και πολλά, να γράψουν σε ημερολόγιο το πρόγραμμά τους ή τα υπέρ και τα κατά για ν’ αρχίσουν να συγκρίνουν. Οι πρώτοι από την άλλη, είναι εκείνοι οι άνθρωποι που θέλουν τα πάντα να γίνονται όχι απαραίτητα οργανωμένα -γιατί αυτό δεν είναι πάντα χαρακτηριστικό των ανθρώπων που έχουν ψυχαναγκασμούς-, αλλά σίγουρα με τον δικό τους τρόπο.
Σε μια κατηγορία ψυχαναγκασμών λοιπόν συμπεριλαμβάνεται και η τάση των ανθρώπων ν’ αρνούνται ν’ αφήσουν οτιδήποτε στη μέση -είτε αυτό είναι ένα βιβλίο που δεν τους άρεσε, είτε μια ταινία που τους προκαλεί υπνηλία. Κάθε πτυχή της καθημερινότητας γι’ αυτούς τους ανθρώπους αποτελεί ένα task που πρέπει να μπει σε κουτάκια και να τελειώσει με επιτυχία. Οι άνθρωποι αυτοί κάθε φορά που τελειώνουν κάτι που ξεκίνησαν νιώθουν πως ένα βάρος έχει φύγει από πάνω τους, καθώς έχει τσεκαριστεί με τικ κάποιο κουτάκι στο κεφάλι τους.
Αν μη τι άλλο, το συναίσθημα του να τελειώνεις μια υποχρέωση και το συναίσθημα του να μένει κάτι στη μέση, δεν είναι το ίδιο. Όταν ολοκληρώνεται μια διαδικασία, όποια και να είναι αυτή, ο άνθρωπος που την είχε «αναλάβει» είναι σαν να γεμίζει εσωτερικά, ακόμα και με το πιο απλό πράγμα, σαν να νιώθει πως κατάφερε πραγματικά κάτι τελειώνοντας το οτιδήποτε είχε μείνει στη μέση.
Αντιθέτως, όταν γι’ αυτούς τους ανθρώπους μια διαδικασία μένει μισή, τότε όλα στο μυαλό τους μοιάζουν να πηγαίνουν στραβά. Kι όσο περισσότερο καιρό μια απλή διαδικασία μένει ημιτελής τόσο περισσότερο νιώθουν να τους κατακλύζει ένας αδικαιολόγητος θυμός ή εκνευρισμός. Και πάντα καταλήγουν ν’ αισθάνονται πως ένα μεγάλο βάρος δε φεύγει από τις πλάτες τους και θα τους πλακώσει -ειδικά αν αυτά τα μικρά πράγματα που πρέπει να γίνουν είναι πολλά. Η πίεση λοιπόν, τα κουτάκια στο μυαλό τους που δε λένε να γεμίσουν για να πάνε στα σκουπίδια κι η ίδια τους η φοβία πως αν δε γίνει αυτό, κάτι θα πάει πραγματικά λάθος, δεν τους αφήνει να ηρεμήσουν, να ξεκουραστούν όπως πρέπει ή και να απολαύσουν την καθημερινότητά τους χωρίς να ανησυχούν και ν’ αγχώνονται για ότι αφορά στους ψυχαναγκασμούς τους.
Σε κάποιους μπορεί να φαίνεται μια υπερβολική συνήθεια, αλλά στην πραγματικότητα για τ’ άτομα που αισθάνονται έτσι αυτό είναι η καθημερινότητα η οποία μπορεί ν’ αποδειχθεί ακόμα πιο δύσκολη αν δε λάβουν στήριξη από τους κοντινούς τους. Είναι εύκολο λοιπόν να λες «χαλάρωσε, άσε και τίποτα στη μέση» ή «μην αγχώνεσαι, όλα καλά θα πάνε», αλλά τα συναισθήματα αυτών των ανθρώπων όχι μόνο είναι έγκυρα άλλα δεν πρόκειται και να σταματήσουν να υφίστανται αν κάποιος τους δώσει «αισιόδοξες» γενικολογίες για συμβουλή.
Και τέλος πάντων καλό είναι να μπαίνουμε όντως στη θέση των ανθρώπων κι όχι μόνο να κουνάμε το δάχτυλο από απόσταση ασφαλείας. Γιατί στο κάτω-κάτω τίποτα δεν είναι απλό και κανένας δεν είναι υποχρεωμένος να ζήσει τη ζωή του όπως τον προστάζουμε εμείς ή όπως του υποδεικνύουν οι κοινωνικές νόρμες. Δεν είναι κακά παιδιά οι άνθρωποι με ψυχαναγκασμούς, ούτε θέλουν να προβληματίσουν τόσο πολύ. Με τον τρόπο τους και τον χρόνο τους δουλεύουν με τον ψυχισμό τους κι αυτό εμάς δε θα έπρεπε να μας απασχολεί. Θα έπρεπε αντίθετα από μεριάς μας να υπάρχει μόνο κατανόηση και κατάλληλη ενημέρωση.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου