Από την παιδική μας ηλικία και καθώς μεγαλώνουμε, το να κάνουμε λάθη μας φαίνεται όλο και πιο «ανεπίτρεπτο». Άλλοι τα θεωρούν τεράστια αδυναμία το να πάσχουν κάπου, για άλλους πάλι είναι πρόβλημα, γιατί τίποτα δεν πηγαίνει σωστά. Όπως κι αν έχει, τα λάθη συνδέονται με τον εγωισμό που έχει το κάθε άτομο, κυρίως ως προς την αναγνώρισή τους. Το θέμα όμως είναι πως υπάρχουν θεωρητικά δύο είδη εγωισμών που επηρεάζουν τον τρόπο που διαχειριζόμαστε τα σφάλματά μας.
Το ένα είναι εκείνο που αρνούμαστε να παραδεχτούμε τη θέση μας, δηλαδή ότι κάνουμε λάθος κι ο άλλος είναι παίρνουμε προσωπικά το να αναγνωρίζουμε τα λάθη μας και κάπως έτσι, περνάμε στην αποδοχή τους ίσως μεν βιαστικά, αλλά και με μια διάθεση αυτοκριτικής που μπορούμε να δούμε τι άλλο έχει πάει λάθος και να το διορθώσουμε.
Ας ξεκινήσουμε από τον κλασικό εγωισμό του «εγώ κι άλλος κανένας». Σε κάποια πράγματα (αν όχι σε όλα) θέλουμε να έχουμε δίκιο. Σε θέματα τιμής, στις ποιότητες του χαρακτήρα (μας), στις απόψεις μας, σε κόκκινες γραμμές, υπάρχει μόνο μία οδός, η δική μας και δε δεχόμαστε κάτι άλλο. Γινόμαστε απόλυτοι κι ισχυρογνώμονες. Εμείς δεν κάνουμε λάθη ή τα υπερβαίνουμε με τρόπο του στυλ «έλα μωρέ σιγά και τι έγινε», ενώ σε άλλη περίπτωση θα θέλαμε να τα γκρεμίσουμε όλα. Αυτό το είδος εγωισμού θα μπορούσαμε να πούμε πως φέρνει σχεδόν αυτόματα τη σύγκρουση. Υποστηρίζεις μεν την άποψή σου, πράγμα που δείχνει κι έναν δυναμισμό, αλλά αδυνατείς να ανοιχτείς σε άλλες απόψεις και ιδέες.
Ο άλλος τρόπος είναι πως «εγώ τα αναγνωρίζω τα λάθη μου γιατί είναι δικά μου». Όταν αναγνωρίζουμε τα λάθη μας και με αυτόν τον τρόπο κάνουμε την αυτοκριτική μας, γνωρίζουμε καλύτερα τον εαυτό μας και πλησιάζουμε κάθε φορά ακόμα πιο κοντά στο να καλύπτουμε τις τρύπες μας. Μειώνουμε τον αρνητικό εγωισμό και πέφτουμε πιο σπάνια σε λάθη. Είναι σαν το ρητό του τύπου «ακόμα κι αν έχω χάσει, έχω κερδίσει». Αλλά έχουμε κι ένα θεματάκι εδώ κυρίως ως προς την ταχύτητα και το κίνητρο πίσω από τον εγωισμό αυτό. Αυτή η φράση έχει γίνει καραμέλα, χωρίς ουσιαστική αλλαγή. Το ότι λέμε πως αναγνωρίζουμε τα λάθη μας δε σημαίνει ότι το κάνουμε κιόλας. Άλλοι το λένε για να βγουν από τη δύσκολη θέση, με αποτέλεσμα να μην κάνουν τίποτε άλλο πέραν αυτού και να δίνουν το αίσθημα του ακέραιου, του σκεπτόμενου (ας το πούμε έτσι) ατόμου. Μη μας πουν ότι δεν τα αναγνωρίσαμε κιόλας, ένα πράγμα. Μπορεί να λένε πως τα αποδέχονται, αλλά βλέπεις τη ρηχότητα του κινήτρου τους. Μπορεί να πει κανείς πως είναι ένα μέσο για να προβάλλουν τη γνώμη τους με πιο διακριτικό τρόπο.
Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, αργά ή γρήγορα πρέπει να περνάμε στην αποδοχή των λαθών μας για να μπορέσουμε να εξελιχτούμε ουσιαστικά. Το να καθόμαστε σε μια κατάσταση που κάνει κακό σε όλους, δε βοηθά. Σφάλματα θα γίνονται, είναι στη φύση μας. Το θέμα είναι να τα αναγνωρίζουμε (να τα αναγνωρίζουμε, όχι να το λέμε και μετά τίποτα) και να προσπαθούμε να μην τα επαναλάβουμε. Έτσι μόνο θα μπορούσαμε να πούμε πως το ένα δε δίνει τροφή στο άλλο.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου