Όσο προχωράει η ζωή μας, μάς είναι όλο και πιο δύσκολο να δεσμευόμαστε από το σημείο μηδέν σε οτιδήποτε κι οποιονδήποτε. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους, που συχνά έχουν να κάνουν με την εμπιστοσύνη και το συναίσθημα που μπορεί να σου βγάζει ο άλλος. Η φάση, όμως, που επιλέγουμε να μείνουμε μόνοι ή που δε βρίσκουμε ενδιαφέρον γενικά σε κανέναν, είναι ένα σημείο καμπής που φανερώνει αρκετά από εμάς σε εμάς.

Σε κάποιους παίρνει περισσότερο, σε άλλους λιγότερο χρόνο, ώστε να δεχθούν το συμβάν που προκάλεσε τη μοναχικότητα αυτή και να νιώσουν έτοιμοι να προχωρήσουν παρακάτω. Συζητήσεις μεταξύ γνωστών, φίλων, οικογένειας και πάει λέγοντας, αναφέρουν το διάστημα το οποίο διαρκεί η αποκατάστασή μας. Όταν καθυστερούμε, εκείνοι που δείχνουν κατανόηση υποστηρίζουν πως είναι φυσιολογικό, άλλοι πάλι, περνώντας το από το φίλτρο τους, πως δεν είναι κι άλλοι πως εξαρτάται από την κατάσταση, κρατώντας μια στάση διπλωματική. Τι συμβαίνει όμως στην πραγματικότητα; Μπορούμε να πούμε εμείς τι είναι φυσιολογικό και τι όχι;

 

 

Ναι, είναι φυσιολογικό κάποιος να αργεί να δεσμευτεί ή και να μην το επιθυμεί ξανά εφόσον το πράξει μια φορά. Στην περίπτωση που απλώς το καθυστερεί, μπορεί είτε να παλεύει με το τραύμα της προηγούμενης σχέσης, είτε να απολαμβάνει την τωρινή του ελευθερία, είτε ακόμη να πενθεί τη σχέση που μέσα του δεν έχει ακόμη σβήσει συναισθηματικά. Υπάρχει σαφώς και το σενάριο «ποιος να συγκριθεί μαζί σου». Με την έννοια ότι δε βρίσκει -ή δε θέλει να βρει- άτομο ιδανικό για να έρθει πιο κοντά του και να κερδίσει την οικειότητα ίσως είχε πετύχει σε προηγούμενη σχέση ή δε γνωρίζει τη μορφή της γενικώς. Πολλοί δεν τη θέλουν αυτή την οικειότητα, ειδικά αν δεν οδήγησε σε τυχερά μονοπάτια. Τη φοβούνται. Νιώθουν πως θα χάσουν τον εαυτό που έχουν βρει, όσο κι αν θέλουν να έχουν κάποιον δίπλα τους ξανά. Έχουν μια τάση να βάζουν εμπόδια από μόνοι τους και να σαμποτάρουν τον εαυτό τους.

Η δέσμευση δεν είναι απλό πράγμα. Όπως και η οικειότητα για την οποία συζητάμε που είναι κι ο βασικός παράγοντας έτσι ώστε κάποιος να αποφύγει τη δέσμευση. Γιατί είναι τρομερή έκθεση το να να επιλέξεις να έχεις δίπλα σου έναν άνθρωπο για αρκετό καιρό, να αφεθείς να δείξεις τι επιθυμείς για να δεις μετά αν θα καταφέρει να σε καλύψει συναισθηματικά. Πρώτον γιατί αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βρεις τι θέλεις. Δεύτερον γιατί θα πρέπει να αφήσεις πίσω σου τον τοίχο που προστατεύει ό,τι είναι δικό σου προσκαλώντας μέσα κόσμο που δεν ξέρεις αν θα φερθεί καλά στο κάστρο σου. Έτσι, καθυστερείς την επιλογή της δέσμευσης, άρα και την προοπτική του χτισίματος της οικειότητας κι αφήνεις τον κύκλο σου να συζητάει για τη ζωή σου χωρίς εσένα.

Το να ξέρει κάποιος τι ζητάει, τι μπορεί να θέλει από τον άλλον και τι μπορεί να δώσει, είναι κάτι που του δίνει μια δύναμη που ελάχιστοι έχουν. Γι’ αυτόν τον λόγο, η δέσμευσή τους αργεί. Μπορεί να λένε πως δε θα έρθει ποτέ ή πως «θα μείνουν στο ράφι», αλλά δεν είναι ποτέ έτσι. Περισσότερη εμπιστοσύνη στον εαυτό μας χρειάζεται και να ζητήσουμε κι από κανέναν να κρατήσει τα σχόλιά του για τον εαυτό του- δε θα έβλαπτε. Ενδόμυχα και χωρίς να το καταλαβαίνουμε, ξέρουμε πάντα τι κάνουμε στα ζητήματα καρδιάς.

Συντάκτης: Σία Πέρση
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου