Όσο πιο πίσω πηγαίνουμε στον χρόνο τόσο πιο ξεκάθαρα μπορούμε να δούμε ότι η οικογένεια είναι μια μικρογραφία κοινωνίας, με τα μέλη της να ζουν όλα μαζί και να συνυπάρχουν πολλές και διαφορετικές γενιές κάτω από ένα πατριαρχικό συνήθως καθεστώς. Ασφαλώς, καθένας είχε τον ρόλο του και τις δουλειές του, φροντίζοντας έτσι να προχωρούν αρμονικά για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Μέχρι και σήμερα, που η οικογένεια έχει πάρει μια πυρηνική μορφή με τα παιδιά να φεύγουν από το πατρικό θέλοντας να κάνουν το δικό τους σπίτι και τη δική τους οικογένεια, οι γονείς στην ελληνική κοινωνία κρατούν έναν πολύ ισχυρό ρόλο σε αυτό το βήμα, βοηθώντας οικονομικά, συναισθηματικά, αλλά πολλές φορές διατηρώντας και το δικαίωμα να θεωρούν «σπίτι τους», κάθε σπιθαμή της καινούριας αρχής του παιδιού τους, καταστρέφοντας έτσι, ή δυσκολεύοντας τη ζωή της νέας οικογένειας.
Είναι φοβερά σύνηθες να επεμβαίνουν οι γονείς με το δικό τους τρόπο, στη νέα οικογένεια. Που έχουν λόγο στα οικονομικά, στη διαρύθμιση, στις αποφάσεις για το lifestyle. Ορισμένες φορές μάλιστα έχουν και δικά τους κλειδιά, ενώ η παρέμβασή τους δε σταματά μόνο στο «έρχομαι ό,τι ώρα θέλω» αλλά συνεχίζεται και στο «αν δεν ακολουθήσετε τον δρόμο μου, τότε πηγάινετε λάθος», τακτική η οποία μπορεί να φέρει εξαιρετικά έντονες διαφωνίες ανάμεσα στο ζευγάρι, και να χαλάσει κάθε προσπάθεια για ισορροπία.
Ασφαλώς, πολλές φορές ο εγωισμός του δεν τούς επιτρέπει να διακρίνουν την παρεμβατικότητά τους αυτή κι έτσι συνεχίζουν να υποστηρίζουν πως δεν ασχολούνται, αλλά εν τέλει ασχολούνται και μάλιστα πολύ. Κι όχι απαραίτητα με κάτι πρακτικό, αλλά με τον τρόπο λειτουργίας της νέας αυτής οικογένειας, τη φιλοσοφία της δηλαδή, η οποία περνάει από κόσκινο. Οι γονείς κρατούν τα σκήπτρα των αποφάσεων, μαζί πολλές φορές και με τα οικονομικά της οικογένειας, κι αυτό κόβει τα πόδια από κάθε νέο ζευγάρι που δεν παίρνει τις δικές του αποφάσεις, ενώ ταυτόχρονα αισθάνεται πως χωρίς τους γονείς του, δε θα μπορέσει ποτέ να τα καταφέρει.
Τα συναισθήματα μπορεί να μας ανεβάσουν και να μας κατεβάσουν, σε τέτοιο βαθμό που μπορούν να μας θεραπεύσουν ή να κάνουν κακό στην ψυχολογία μας αν δε μάθουμε να τα διαχειριζόμαστε. Έτσι, οι τύψεις που δημιουργούν οι γονείς μας μέσα μας, στην περίπτωση που θελήσουμε να κόψουμε αυτή τη σχέση ελέγχου, είναι ικανές να μας τραυματίσουν σοβαρότατα. Από την άλλη οι ίδιοι δεν είναι απαραίτητο να καθοδηγούνται από ναρκισσιστικά κίνητρα, ή μια συνειδητή προσπάθεια χειραγώγησης, αλλά από την ανάγκη να κρατήσουν αυτό που θεωρούν κομμάτι τους, κοντά τους, και την τάση τους να γίνονται υπερπροστατευτικοί., κρατώντας ζωντανό έναν δεσμό προσκόλλησης, που δε λέει να φύγει ποτέ.
Ο τρόπος διαχείρισης σε τέτοιες περιπτώσεις έχει να κάνει καθαρά με τα άτομα της νέας οικογένειας και κατά πόσο θα μπορούσαν να εκφράσουν ελεύθερα τις ενστάσεις τους στους γονείς και τους πεθερούς, χωρίς να γίνει πόλεμος. Γιατί όπως κι αν το κάνουμε, αν θέλει μια οικογένεια να παραμείνει οικογένεια, κάποιες επισκέψεις και γνώμες θα πρέπει να περιοριστούν κι αυτό δε θα είναι ευχάριστο ως αρχική προσπάθεια οριοθέτησης. Χρειάζεται μια συνέπεια στον τρόπο που επιλέγουμε να βάλουμε όρια αλλά και μια κοινή γραμμή ανάμεσα στο ζευγάρι, έτσι ώστε με τον καιρό να κάνουν πίσω οι γονείς και αντιληφθούν τη θέση τους.
Δεν είναι εύκολο. Όμως, κάποια πράγματα πρέπει να περιορίζονται στο πατρικό μας κι αφού φύγουμε από αυτό και κάνουμε τη δική μας οικογένεια, είναι σημαντικό να καταλάβουμε πρώτοι εμείς πως μπορεί να είμαστε οι γονείς, μας, αλλά ταυτόχρονα δεν είμαστε και καθόλου. Δεν μπορούμε να έχουμε όλοι τις ίδιες μεθόδους και να θέλουμε να δώσουμε τα ίδια πράγματα σε ένα νέο παιδί, η να δομήσουμε τη ζωή μας copy paste των προγόνων μας. Ο καθένας έχει τις δικές του αρχές και πράττει αναλόγως. ‘Οπως κι ο καθένας ξέρει το καλύτερο για τη δική του οικογένεια. Ας μην επεμβαίνουμε. Κι ας προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε πως δε θα δεχτούμε επεμβάσεις.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου