Η μουσική αποτελείται από πολλά είδη, τα οποία είναι έτοιμα να καλύψουν ανά πάσα στιγμή όλα τα γούστα, ανάλογα με τι εκφράζει τον καθένα. Μπορεί όμως, ακόμα και ένας ήρεμος άνθρωπος, που θα τον έκοβες να ακούει κλασσική μουσική, τζαζ ή ίσως Reggae, ν’ ακούει περισσότερο έντονους τόνους, όπως ροκ ή metal. Όλοι μας βέβαια, ανάλογα με τη διάθεσή μας έχουμε διακυμάνσεις, οπότε δε μας εκφράζει μόνο ένα είδος μουσικής. Αυτό που ακούμε περισσότερο, αναλογεί συνήθως στη διάθεση, που βρισκόμαστε καθημερινά. Ένα είδος μουσικής που απασχολεί πολύ το κοινό τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα -κι όχι μόνο-, όχι τόσο σαν είδος, όσο σαν τρόπο ζωής, είναι η ραπ.
Η ραπ σαν είδος μουσικής ξεκίνησε από την Αφρικανική μουσική. Στη μετέπειτα πορεία, όταν οι αφρικανοί μετακινήθηκαν με βίαιη εκδούλευση στην Αμερική, το είδος άρχισε να παίρνει άλλες διαστάσεις. Είναι το είδος που έδινε περισσότερη έμφαση στους στοίχους, παρά στη μουσική, στίχοι που περιγράφουν τη ζωή τους. Η μουσική ήταν σύνθεση ορισμένων ειδών, όπως τζαζ, μπλουζ και σόουλ μουσικής, που δημιουργούσαν ρυθμό. Καθώς η ραπ περνούσε στον χρόνο, αποτύπωνε περισσότερο θέματα, όπως βία, ναρκωτικά κι όπλα, η οποία ήταν η καθημερινότητα των αφροαμερικανών, ως περιθωριοποιημένοι της κοινωνίας. Η ραπ πήρε το δρόμο της και έκανε τις διακλαδώσεις της, όπως για παράδειγμα η ραπ του δρόμου, που δίνει περισσότερο έμφαση στον ρυθμό, παρά στους στίχους, με επαναλαμβανόμενα ρεφρέν, σε σχέση με το πρώτο της είδος.
Αλλά, ας πάμε στο σήμερα. Σήμερα η ραπ, μπορεί να θεωρηθεί ένα από τα πιο επικερδή είδη μουσικής. Αλλά με βάση στην ιστορία της, έχει πάρει άλλη ροπή. Μπορεί να μιλά για την καθημερινότητα, αλλά πολλές φορές επικεντρώνεται στη ζωή που κάνει ο δημιουργός της, δηλαδή το πόσα λεφτά βγάζει, πόσο σ@ξ κάνει κ.λπ. Ναι, η τραπ διαφέρει από τη ραπ -και η τραπ εστιάζει σε τέτοια μονοπάτια. Όταν λέμε τραπ εννοούμε τον παγκόσμιο όρο «new school rap» και τον ήχο που έχει εμφανιστεί μετά το 2013 στην Ελλάδα. Από τη μια, η ραπ περιέχει ρυθμό και λυρικό λόγο, με λέξεις που επαναλαμβάνονται γρήγορα. Κατά βάση, περιλαμβάνει λεξιλόγιο του δρόμου και αργκό εκφράσεις. Στη new wave τραπ, που αποτελεί μετεξέλιξη της ραπ, όλα τα παραπάνω συνοδεύονται με mumble και flex (πηγή). Ωστόσο σήμερα, ακόμα και παγκοσμίου φήμης rappers αφήνουν το διαχρονικό ύφος που ακολουθούσαν για ν’ εστιάσουν σε φτωχές αντιλήψεις που συνοδεύονται από μισογυνισμό και βρώμικο κυνήγι του χρήματος.
Ακούμε συχνά από τον κόσμο που αγαπούσε τη ραπ να ισχυρίζεται πως δεν υπάρχουν πια rappers ή αξιόλογα κομμάτια που θα μπορούσαν να καταταχθούν σ’ αυτό το είδος. Πως τους κινεί περισσότερο το ενδιαφέρον να ακούσουν παλιά κομμάτια της ραπ, ακόμα κι από άλλες χώρες και όχι τόσο ελληνικά ή αμερικάνικα, για να μπορέσουν να νιώσουν καλύτερα. Διότι η ραπ, δε θα ‘πρεπε ν’ είναι είδος μουσικής που εστιάζει σε ρηχές πληροφορίες και αισχρούς στίχους, αλλά στο τι γίνεται στην κοινωνία, ποιες είναι οι διακρίσεις της, πώς αλλάζουν οι πολιτικοί ανάλογα με τα χρόνια και πως η κοινωνία τους αντιμετωπίζει.
Πολλές φορές ακούμε παλιά ελληνική ραπ για κάποιο κοινωνικό ή πολιτικό θέμα και διαπιστώνουμε πως δεν έχει αλλάξει τίποτα, από τότε, γιατί υπάρχει διαχρονικότητα σε κάθε κομμάτι. Αυτό είναι ουσιαστικά η ραπ. Σαν μια διατύπωση της ιστορίας με πιο άμεσο και ειλικρινή τρόπο. Μ’ έναν τρόπο που θα μπορούσε ο καθένας να καταλάβει.
Δυστυχώς όμως, τα νέα παιδιά πιστεύουν πως η ραπ είναι κάτι διαφορετικό από τα προβλήματα ή τις απόψεις της κοινωνίας, μελοποιημένα. Πιστεύουν πως τα χρήματα είναι πέρα από τις αξίες ενός πολιτισμού. Έχει γίνει πιο ερωτικό πλέον το είδος, από ό,τι πριν. Που και πριν υπήρχαν τα κομμάτια που μιλούσαν για την αγάπη ή τον απαγορευμένο έρωτας, αλλά με μια πιο ειλικρινή κι ενδόμυχη μορφή. Κι εμάς, μας έλειψαν οι rappers που μιλούν για τη ζωή τους και την κοινωνία όχι το lifestyle τους και τη σ@ξ@υαλική τους ζωή.
Ως συμπέρασμα, από εκεί που η ραπ ήταν μια κουλτούρα ενός πολιτισμού που βασανίστηκε -και στη συνέχεια αγαπήθηκε από πολλούς-, έχει γίνει έκφραση χρημάτων, πολυτέλειας και σ@ξ@υαλικής ικανοποίησης και όχι απαραίτητα πια κουλτούρα. Αλλά, η ραπ έχει ακόμα να εκφράσει πολλά. Όλα εκείνα που φοβόμαστε ενίοτε, να πούμε δημόσια, ακόμα και να νιώσουμε, διότι κάποια κοινωνική τάξη δε μας το επιτρέπει ή δεν είμαστε σε θέση ακόμα να πραγματοποιήσουμε τα όνειρά μας, λόγω της κοινωνίας ή του τρόπου ζωής μας. Ας σκεφτούμε λοιπόν, πώς μπορούμε να επαναφέρουμε μια κουλτούρα που, κατά βάθος, μας εκφράζει όλους.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου