Όλοι μας καθημερινά, ζητούμε από τον εαυτό μας συγκεκριμένα πράγματα για να προχωρήσουμε στη μέρα μας και να αυξήσουμε τις επιδόσεις μας στην εργασία ή όπου αλλού θέλουμε να διαπρέψουμε. Είναι σημαντικό να βάζουμε υψηλούς στόχους, γιατί μας βοηθά στην προσωπική μας ανέλιξη αλλά μερικές φορές το παρακάνουμε. Ζητάμε από τον εαυτό μας, να πετύχει πράγματα που δεν είναι και τόσο ρεαλιστικά. Δεν περιοριζόμαστε εκεί αλλά γινόμαστε εξαιρετικά απαιτητικοί και με τους άλλους, έχουμε ενοχές όταν αποτυγχάνουμε και τιμωρούμε τον ίδιο μας τον εαυτό -ο οποίος μάλλον χρειάζεται αγάπη.

Πιο συγκεκριμένα, σε τέτοιες περιπτώσεις μιλάμε για την ορολογία που εισήγαγε ο Albert Ellis κι είναι γνωστή ως «musterbation». Musterbation είναι το φαινόμενο κατά το οποίο ο κόσμος ζει με την πεποίθηση πως πρέπει να έχει απαιτήσεις από τον εαυτό του, οι οποίες είναι απόλυτες και καθόλου ρεαλιστικές. Έτσι, όχι μόνο ζητά από τον ίδιο να καταφέρει το ακατόρθωτο, αλλά περιμένει να κάνουν κι οι υπόλοιποι το ίδιο. Θα έλεγε κανείς πως το φαινόμενο αυτό απεικονίζει τον κόσμο των πρέπει και των δεν πρέπει. Δημιουργεί ένα κελί που περιορίζει την ανθρώπινη δραστηριότητα κι επηρεάζει αρνητικά την αυτοεκτίμηση και τον αυτοσεβασμό του ατόμου.

 

 

Αλλά, ας μπούμε λίγο στην ψυχολογία του musterbation για να καταλάβουμε για τι ακριβώς μιλάμε. Η συγκεκριμένη κατάσταση, όπως κάθε συμπεριφορά, δεν έχεις τις ρίζες της στο παρόν αλλά ξεκινά φυσικά από την παιδική ηλικία. Όταν ένα παιδί λοιπόν, ζει με την ιδέα πως πρέπει να τα κάνει όλα σωστά, πως δεν υπάρχει περιθώριο για λάθος -γιατί το λάθος είναι μορφή αδυναμίας-, πως η ζωή είναι άσχημη όταν κάνεις λάθη κι οι γύρω σου δε σε εκτιμούν, σημαδεύεται κι αφήνει τη λογική αυτή και τον φόβο για οδηγούς σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του.

Όταν γνωρίζει την αποτυχία κι χάνει ορισμένους στόχους -λόγω της ουτοπικότητάς του- καταστρέφονται τα πάντα στον κόσμο αυτού του πλάσματος. Το ίδιο συμβαίνει κι όταν κάποιος κοντινός του δεν καταφέρνει κάτι που του έχει ζητήσει, απογοητεύεται με τους φίλους, τους συντρόφους και την οικογένειά του και τους καταδικάζει λίγο-πολύ στη μιζέρια. Βέβαια, εκεί η αντίδραση μπορεί να είναι αναμενόμενη, αλλά θα είναι αρκετά διαφορετική. Γίνεται με περισσότερη ένταση. «Κοίτα τον, νόμιζε πως θα τα καταφέρει, δεν έχει τέτοιες δυνατότητες, ήταν χαζό που πίστευε ότι θα πετύχει.», υπάρχει ζήλια εδώ, φόβος, ανταγωνισμός. Μπορεί να είναι τραβηγμένη αντίδραση, αλλά όταν κάποιος γνωρίσει έναν παρόμοιο χαρακτήρα, θα καταλάβει πως είναι αληθινή.

Άνθρωποι με το συγκεκριμένο φαινόμενο να κυριαρχεί στην προσωπικότητά τους, καταλήγουν να γίνονται αυταρχικοί χαρακτήρες. Οι επιδόσεις τους είναι υψηλές, λόγω του τρόπου με τον οποίο έχουν μάθει να βλέπουν τα πράγματα. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει πως κάνουν πραγματικά καλό στον εαυτό τους και τη δουλειά τους. Μπορεί να έχουν γνωρίσει προσωπική ή επαγγελματική επιτυχία, αλλά στην ουσία αρχίζουν και χάνουν οτιδήποτε άλλο μπορεί να είναι χρήσιμο για τη δική τους ψυχολογική υγεία. Ένα συνηθισμένο παράδειγμα είναι ότι τους διαρρέει συνεχές άγχος κι ένταση, τα οποία προσπαθούν να διοχετεύσουν στη δουλειά τους, η οποία φυσικά επηρεάζεται αρνητικά. Μπορεί να γίνουν αρκετά οξύθυμοι, όταν δε γίνεται το δικό τους ενώ υπάρχει η πιθανότητα να ξεσπάσουν και σε άτομα που δε θα έπρεπε, με λεκτικό ή μη τρόπο.

Είναι σημαντικό να πετυχαίνει κάποιος τους στόχους του ή να κερδίζει αυτό που θέλει, είτε επαγγελματικά, είτε προσωπικά. Το θέμα όμως είναι να έχουμε σ’ όλα ένα μέτρο. Να ζυγίζουμε τις καταστάσεις και να βλέπουμε αν όλα αυτά που ζητάμε από τους άλλους και κυρίως από τον εαυτό μας, έχουν κάποια βάση. Πρέπει να κρατάμε δυνάμεις για να μπορούμε κάθε μέρα να συνεχίζουμε. Όταν καταλήγουμε ή καταφεύγουμε ορισμένες φορές, σε τέτοιου είδους καταστάσεις, μόνο και μόνο για να καταφέρουμε κάτι, πρέπει να βλέπουμε και τι χάνουμε. Τι θυσιάζουμε. Τι αξίζει να θυσιάσουμε. Για να μη φτάσουμε στο σημείο να πετύχουμε το τίποτα.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Σία Πέρση
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου